κατατιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
(6_13a)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatitrosko
|Transliteration C=katatitrosko
|Beta Code=katatitrw/skw
|Beta Code=katatitrw/skw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wound</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>3.4.26</span>; <b class="b3">λίθοις καὶ τοξεύμασι</b> ib.<span class="bibl">4.1.10</span>; ἑαυτόν <span class="bibl">D.L.1.60</span>, cf. <span class="bibl">Plb.33.9.6</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>30</span>, etc.:—Pass., <span class="bibl">Id.<span class="title">Caes.</span>66</span>: metaph., πάθη κ. τινάς <span class="bibl">Ph.1.299</span>; κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς ἐκ νοσημάτων <span class="bibl">Id.1.156</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">open an abscess</b>, ἔμπλαστρος -σκουσα <span class="bibl">Aët.15.17</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[wound]], X.''An.''3.4.26; <b class="b3">λίθοις καὶ τοξεύμασι</b> ib.4.1.10; ἑαυτόν D.L.1.60, cf. Plb.33.9.6, Plu.''Sol.''30, etc.:—Pass., Id.''Caes.''66: metaph., πάθη κ. τινάς Ph.1.299; κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς ἐκ νοσημάτων Id.1.156.<br><span class="bld">2</span> [[open an abscess]], ἔμπλαστρος -σκουσα Aët.15.17.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατέτρωσα;<br />[[couvrir de blessures]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τιτρώσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τιτρώσκω verwonden.
}}
{{pape
|ptext=([[τιτρώσκω]]), <i>über und über [[verwunden]]</i>; Xen. <i>An</i>. 3.4.26; λίθοις καὶ τοξεύμασι κατέτρωσαν 4.1.10; Pol. 33.7.6 und andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''κατατιτρώσκω:''' (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=[[κατατιτρώσκω]] (AM)<br />(επιτ. τ. του [[τιτρώσκω]]) [[κατατραυματίζω]], [[πληγώνω]] θανάσιμα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «[[πληγώνω]]»<br /><b>2.</b> [[τσιμπώ]], [[αγκυλώνω]] με μυτερό [[αντικείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προξενώ]] [[απόστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[πληγώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατατιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[πληγώνω]] καίρια, σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατιτρώσκω''': μέλλ. -τρώσω, [[κατατραυματίζω]], [[κατακαλύπτω]] τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι [[αὐτόθι]] 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)
|lstext='''κατατιτρώσκω''': μέλλ. -τρώσω, [[κατατραυματίζω]], [[κατακαλύπτω]] τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι [[αὐτόθι]] 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[τρώσω]]<br />to [[wound]] [[severely]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατιτρώσκω Medium diacritics: κατατιτρώσκω Low diacritics: κατατιτρώσκω Capitals: ΚΑΤΑΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: katatitrṓskō Transliteration B: katatitrōskō Transliteration C: katatitrosko Beta Code: katatitrw/skw

English (LSJ)

A wound, X.An.3.4.26; λίθοις καὶ τοξεύμασι ib.4.1.10; ἑαυτόν D.L.1.60, cf. Plb.33.9.6, Plu.Sol.30, etc.:—Pass., Id.Caes.66: metaph., πάθη κ. τινάς Ph.1.299; κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς ἐκ νοσημάτων Id.1.156.
2 open an abscess, ἔμπλαστρος -σκουσα Aët.15.17.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέτρωσα;
couvrir de blessures.
Étymologie: κατά, τιτρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τιτρώσκω verwonden.

German (Pape)

(τιτρώσκω), über und über verwunden; Xen. An. 3.4.26; λίθοις καὶ τοξεύμασι κατέτρωσαν 4.1.10; Pol. 33.7.6 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

κατατιτρώσκω: (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).

Greek Monolingual

κατατιτρώσκω (AM)
(επιτ. τ. του τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα
μσν.
1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω»
2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο
αρχ.
προξενώ απόστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τιτρώσκω «πληγώνω»].

Greek Monotonic

κατατιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, πληγώνω καίρια, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατατιτρώσκω: μέλλ. -τρώσω, κατατραυματίζω, κατακαλύπτω τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι αὐτόθι 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)

Middle Liddell

fut. -τρώσω
to wound severely, Xen.