ἡσυχοποιός: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isychopoios | |Transliteration C=isychopoios | ||
|Beta Code=h(suxopoio/s | |Beta Code=h(suxopoio/s | ||
|Definition=<span | |Definition=[[silentiarius]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡσυχοποιός]], ό (Α)<br />ο [[σιλεντιάριος]], ο [[επιστάτης]] που επέβαλλε την [[ησυχία]] και γενικά επέβλεπε την [[τήρηση]] της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή [[αυλή]] ή σε μοναστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[θορυβοποιός]], [[κακοποιός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:48, 25 August 2023
English (LSJ)
silentiarius, Glossaria.
Greek Monolingual
ἡσυχοποιός, ό (Α)
ο σιλεντιάριος, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβοποιός, κακοποιός.