νυκτιλαμπής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nyktilampis
|Transliteration C=nyktilampis
|Beta Code=nuktilamph/s
|Beta Code=nuktilamph/s
|Definition=ές, (λάμπω) epith. of the ark of Danae, <b class="b3">δούρατι νυκτιλαμπεῖ</b> dub. l. in <span class="bibl">Simon.37.8</span>.
|Definition=νυκτιλαμπές, ([[λάμπω]]) [[epithet]] of the ark of Danae, <b class="b3">δούρατι νυκτιλαμπεῖ</b> dub. l. in Simon.37.8.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui brille la nuit]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[λάμπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτῐλαμπής''': -ές, ([[λάμπω]]) ἐν Σιμων. 37 [50] κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθ. τῆς λάρνακος τῆς Δανάης, δώματι νυκτιλαμπεῖ, δηλ. λαμπομένῳ ὑπὸ τῆς νυκτός, [[τουτέστι]] σκοτεινῷ, ἀμαυρῷ· ὁ Schneidewin [[ὅμως]] (Ἀποσπ. 50) συνάπτει τὸ νυκτιλαμπεῖ πρὸς τὸ δνόφῳ· καθ’ ἑκατέραν ἑρμηνείαν ὑπάρχει [[ἀντίφρασις]] οὐχὶ [[ἀσυνήθης]] παρὰ τοῖς λυρ. καὶ τραγ. ποιηταῖς, Ἕρμ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 566, Ι. Τ. 110. Ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Bergk οἱ στίχοι, ἐν οἷς ἡ [[λέξις]] [[νυκτιλαμπής]], ἔλαβον [[ὅλως]] ἀλλοίαν μορφήν: «σὺ δ’ ἀωτεῖς· γαλαθηνῷ τ’ ἤτορι κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δούρατι χαλκεογόμφῳ, νυκτὶ ἀλαμπεῖ κυανέῳ τε δνόφῳ σταλεὶς» ἀντὶ «... ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ κτλ.»
|lstext='''νυκτῐλαμπής''': -ές, ([[λάμπω]]) ἐν Σιμων. 37 [50] κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθ. τῆς λάρνακος τῆς Δανάης, δώματι νυκτιλαμπεῖ, δηλ. λαμπομένῳ ὑπὸ τῆς νυκτός, [[τουτέστι]] σκοτεινῷ, ἀμαυρῷ· ὁ Schneidewin [[ὅμως]] (Ἀποσπ. 50) συνάπτει τὸ νυκτιλαμπεῖ πρὸς τὸ δνόφῳ· καθ’ ἑκατέραν ἑρμηνείαν ὑπάρχει [[ἀντίφρασις]] οὐχὶ [[ἀσυνήθης]] παρὰ τοῖς λυρ. καὶ τραγ. ποιηταῖς, Ἕρμ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 566, Ι. Τ. 110. Ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Bergk οἱ στίχοι, ἐν οἷς ἡ [[λέξις]] [[νυκτιλαμπής]], ἔλαβον [[ὅλως]] ἀλλοίαν μορφήν: «σὺ δ’ ἀωτεῖς· γαλαθηνῷ τ’ ἤτορι κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δούρατι χαλκεογόμφῳ, νυκτὶ ἀλαμπεῖ κυανέῳ τε δνόφῳ σταλεὶς» ἀντὶ «... ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ κτλ.»
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ής, ές :<br />qui brille la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[λάμπω]].
|mltxt=[[νυκτιλαμπής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτῐλαμπής:''' -ές ([[λάμπω]]), αυτός που φωτίζεται μόνο από τη [[νύχτα]], δηλ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], σε Σιμων.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυκτῐ-[[λαμπής]], ές [[λάμπω]]<br />illumined by [[night]] [[alone]], i. e. [[murky]], [[dark]], [[Simon]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>bei [[Nacht]] [[leuchtend]]</i>; Simonid. 7.8 bei Dion.Hal. <i>C.V</i>. 26 (Schaefer p. 434), von der Danae, σὺ … κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ, κυανέῳ δὲ δνόφῳ, <i>in dem [[Kasten]], [[Kerker]], in welchem nur die [[Nacht]] scheint, der wie die [[Nacht]] leuchtet</i>, dah. [[dunkel]] ist, [[wofür]] Ilgen νυκτὶ ἀλαμπεῖ und Schaefer νυκτιλάμπτῳ (was für νυκτίληπτος [[stehen]] und »von [[Nacht]] [[umgeben]]« [[heißen]] soll) vermutete, aber es ist [[Nichts]] zu [[ändern]].
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλαμπής Medium diacritics: νυκτιλαμπής Low diacritics: νυκτιλαμπής Capitals: ΝΥΚΤΙΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: nyktilampḗs Transliteration B: nyktilampēs Transliteration C: nyktilampis Beta Code: nuktilamph/s

English (LSJ)

νυκτιλαμπές, (λάμπω) epithet of the ark of Danae, δούρατι νυκτιλαμπεῖ dub. l. in Simon.37.8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille la nuit.
Étymologie: νύξ, λάμπω.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλαμπής: -ές, (λάμπω) ἐν Σιμων. 37 [50] κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθ. τῆς λάρνακος τῆς Δανάης, δώματι νυκτιλαμπεῖ, δηλ. λαμπομένῳ ὑπὸ τῆς νυκτός, τουτέστι σκοτεινῷ, ἀμαυρῷ· ὁ Schneidewin ὅμως (Ἀποσπ. 50) συνάπτει τὸ νυκτιλαμπεῖ πρὸς τὸ δνόφῳ· καθ’ ἑκατέραν ἑρμηνείαν ὑπάρχει ἀντίφρασις οὐχὶ ἀσυνήθης παρὰ τοῖς λυρ. καὶ τραγ. ποιηταῖς, Ἕρμ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 566, Ι. Τ. 110. Ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Bergk οἱ στίχοι, ἐν οἷς ἡ λέξις νυκτιλαμπής, ἔλαβον ὅλως ἀλλοίαν μορφήν: «σὺ δ’ ἀωτεῖς· γαλαθηνῷ τ’ ἤτορι κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δούρατι χαλκεογόμφῳ, νυκτὶ ἀλαμπεῖ κυανέῳ τε δνόφῳ σταλεὶς» ἀντὶ «... ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ κτλ.»

Greek Monolingual

νυκτιλαμπής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -λαμπής (< λάμπω)].

Greek Monotonic

νυκτῐλαμπής: -ές (λάμπω), αυτός που φωτίζεται μόνο από τη νύχτα, δηλ. σκούρος, σκοτεινός, σε Σιμων.

Middle Liddell

νυκτῐ-λαμπής, ές λάμπω
illumined by night alone, i. e. murky, dark, Simon.

German (Pape)

ές, bei Nacht leuchtend; Simonid. 7.8 bei Dion.Hal. C.V. 26 (Schaefer p. 434), von der Danae, σὺ … κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ, κυανέῳ δὲ δνόφῳ, in dem Kasten, Kerker, in welchem nur die Nacht scheint, der wie die Nacht leuchtet, dah. dunkel ist, wofür Ilgen νυκτὶ ἀλαμπεῖ und Schaefer νυκτιλάμπτῳ (was für νυκτίληπτος stehen und »von Nacht umgeben« heißen soll) vermutete, aber es ist Nichts zu ändern.