Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλήκοος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(Bailly1_5)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filikoos
|Transliteration C=filikoos
|Beta Code=filh/koos
|Beta Code=filh/koos
|Definition=ον, (ἀκοή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fond of hearing</b> conversation, discourses, etc., φ. καὶ ζητητικός <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>535d</span>; <b class="b3">φιλόμουσος καὶ φ</b>. ib.<span class="bibl">548e</span>; <b class="b3">οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φ</b>. ib.<span class="bibl">475d</span>; ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικός <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>10</span>:—<b class="b3">τὸ φ</b>., = [[φιληκοΐα]], Id.2.704e: but also, <b class="b2">fond of hearing</b> for mere pastime, opp. <b class="b3">οἱ φιλομαθοῦντες</b>, <span class="bibl">Plb.7.7.8</span>. Adv. -ως, ἔχειν <span class="bibl">Hld.5.16</span>, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.</span>
|Definition=φιλήκοον, ([[ἀκοή]]) [[fond of hearing]], [[fond of listening]], [[eager to hear]] ([[conversation]], [[discourses]], etc.), φιλήκοος καὶ [[ζητητικός]] [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 535d; [[φιλόμουσος]] καὶ φιλήκοος ib.548e; <b class="b3">οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φιλήκοοι</b> ib.475d; ἀνὴρ φιλήκοος καὶ [[ἱστορικός]] Plu.''Alc.''10:—[[τὸ φιλήκοον]] = [[φιληκοΐα]] (desire to [[listen]]), Id.2.704e: but also, [[fond of hearing]] for mere pastime, opp. <b class="b3">οἱ φιλομαθοῦντες</b>, Plb.7.7.8. Adv. [[φιληκόως]] = with a [[desire]] to [[hear]], ἔχειν Hld.5.16, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1277.png Seite 1277]] das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ [[φιλόμουσος]] Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1277.png Seite 1277]] das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ [[φιλόμουσος]] Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> [[qui écoute avec plaisir]] <i>ou</i> attentivement, avide d'écouter ; τὸ φιλήκοον PLUT <i>c.</i> [[φιληκοΐα]];<br /><b>2</b> [[disposé à écouter]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀκούω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλήκοος:''' [[любящий слушать]], [[внимательно слушающий]] Plat., Polyb., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλήκοος''': ον (ἀκοὴ) ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀκούῃ συνδιαλέξεις, λόγους, συζητήσεις, ὁμιλίας, φ. καὶ ζητητικὸς Πλάτ. Πολ. 535D· [[φιλόμουσος]] καὶ φ. [[αὐτόθι]] 548Ε· [[φιλοθεάμων]] καὶ φ. [[αὐτόθι]] 475D· ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀκούῃ [[ἁπλῶς]] [[ὅπως]] κατατρίβῃ τὸν χρόνον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ φιλομαθῶν, Πολύβ. 7. 7, 8· ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικὸς Πλουτ. Ἀλκ. 10. ― τό φιλήκοον, = ἡ [[φιληκοΐα]], ὁ αὐτ. 2. 704F. Ἐπίρρ. φιληκόως, φιληκόως ἔχεις Ἡλιόδ. σ. 5. 16 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
|lstext='''φῐλήκοος''': ον (ἀκοὴ) ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀκούῃ συνδιαλέξεις, λόγους, συζητήσεις, ὁμιλίας, φ. καὶ ζητητικὸς Πλάτ. Πολ. 535D· [[φιλόμουσος]] καὶ φ. [[αὐτόθι]] 548Ε· [[φιλοθεάμων]] καὶ φ. [[αὐτόθι]] 475D· ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀκούῃ [[ἁπλῶς]] [[ὅπως]] κατατρίβῃ τὸν χρόνον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ φιλομαθῶν, Πολύβ. 7. 7, 8· ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικὸς Πλουτ. Ἀλκ. 10. ― τό φιλήκοον, = ἡ [[φιληκοΐα]], ὁ αὐτ. 2. 704F. Ἐπίρρ. [[φιληκόως]], φιληκόως ἔχεις Ἡλιόδ. σ. 5. 16 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλήκοος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που του αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, [[μηδὲ]] [[φιλήκοος]] [[μηδέ]] [[ζητητικός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει [[απλώς]] να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον φιλομαθή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλήκοον</i><br />η [[φιληκοΐα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιληκόως</i> Α<br />με [[φιληκοΐα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ακοή]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαρυ</i>-<i>ήκοος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> qui écoute avec plaisir <i>ou</i> attentivement, avide d’écouter ; τὸ φιλήκοον PLUT <i>c.</i> [[φιληκοΐα]];<br /><b>2</b> disposé à écouter.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀκούω]].
|lsmtext='''φῐλήκοος:''' -ον ([[ἀκοή]]), αυτός που αρέσκεται στο να ακούει συζητήσεις, σε Πλάτ.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[eager to hear]]
}}
}}

Latest revision as of 15:46, 20 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήκοος Medium diacritics: φιλήκοος Low diacritics: φιλήκοος Capitals: ΦΙΛΗΚΟΟΣ
Transliteration A: philḗkoos Transliteration B: philēkoos Transliteration C: filikoos Beta Code: filh/koos

English (LSJ)

φιλήκοον, (ἀκοή) fond of hearing, fond of listening, eager to hear (conversation, discourses, etc.), φιλήκοος καὶ ζητητικός Pl.R. 535d; φιλόμουσος καὶ φιλήκοος ib.548e; οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φιλήκοοι ib.475d; ἀνὴρ φιλήκοος καὶ ἱστορικός Plu.Alc.10:—τὸ φιλήκοον = φιληκοΐα (desire to listen), Id.2.704e: but also, fond of hearing for mere pastime, opp. οἱ φιλομαθοῦντες, Plb.7.7.8. Adv. φιληκόως = with a desire to hear, ἔχειν Hld.5.16, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.

German (Pape)

[Seite 1277] das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ φιλόμουσος Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui écoute avec plaisir ou attentivement, avide d'écouter ; τὸ φιλήκοον PLUT c. φιληκοΐα;
2 disposé à écouter.
Étymologie: φίλος, ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

φιλήκοος: любящий слушать, внимательно слушающий Plat., Polyb., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήκοος: ον (ἀκοὴ) ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀκούῃ συνδιαλέξεις, λόγους, συζητήσεις, ὁμιλίας, φ. καὶ ζητητικὸς Πλάτ. Πολ. 535D· φιλόμουσος καὶ φ. αὐτόθι 548Ε· φιλοθεάμων καὶ φ. αὐτόθι 475D· ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀκούῃ ἁπλῶς ὅπως κατατρίβῃ τὸν χρόνον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ φιλομαθῶν, Πολύβ. 7. 7, 8· ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικὸς Πλουτ. Ἀλκ. 10. ― τό φιλήκοον, = ἡ φιληκοΐα, ὁ αὐτ. 2. 704F. Ἐπίρρ. φιληκόως, φιληκόως ἔχεις Ἡλιόδ. σ. 5. 16 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλήκοος, -ον, ΝΜ
αυτός που του αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που του αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήκοον
η φιληκοΐα.
επίρρ...
φιληκόως Α
με φιληκοΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήκοος (< ακοή), πρβλ. βαρυ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φῐλήκοος: -ον (ἀκοή), αυτός που αρέσκεται στο να ακούει συζητήσεις, σε Πλάτ.

English (Woodhouse)

eager to hear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)