καταρρίπτω: Difference between revisions

(Bailly1_3)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katarripto
|Transliteration C=katarripto
|Beta Code=katarri/ptw
|Beta Code=katarri/ptw
|Definition=(later καταρριπτ-ριπτέω <span class="bibl">Man.4.288</span>:—Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> καταρειπτούμενα <span class="title">IG</span>12(3).325.41 (Thera, ii A. D.), also pf. part. <b class="b3">κατηρειμμένος</b> ib.326.20), <b class="b2">throw down, overthrow</b>, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>884</span>; τὰ βασίλεια <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>34</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>9</span>; <b class="b3">κ. τοὺς πολεμίους</b>, opp. <b class="b3">ἐπαίρω</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">bring into disrepute</b>, μάθησιν <span class="bibl">Vett.Val. 238.31</span>; ἑαυτούς <span class="bibl">Id.2.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">despise</b>, <b class="b3">δόξαν, ἔπαινον</b>, <span class="bibl">D.S.13.15</span>, <span class="bibl">22</span>.</span>
|Definition=(later καταρριπτ-ριπτέω Man.4.288:—Pass.,<br><span class="bld">A</span> καταρειπτούμενα ''IG''12(3).325.41 (Thera, ii A. D.), also pf. part. [[κατηρειμμένος]] ib.326.20), [[throw down]], [[overthrow]], εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''884; τὰ βασίλεια Plu.''Luc.''34, cf. Luc.''Salt.''9; <b class="b3">κ. τοὺς πολεμίους</b>, opp. [[ἐπαίρω]], Id.''Hist.Conscr.''7.<br><span class="bld">2</span> [[bring into disrepute]], μάθησιν Vett.Val. 238.31; ἑαυτούς Id.2.2.<br><span class="bld">3</span> [[despise]], [[δόξαν]], [[ἔπαινον]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.15, 22.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[jeter à bas]], [[renverser]];<br /><b>2</b> [[jeter de côté]], [[rejeter]] ; mépriser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥίπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ρρίπτω neerwerpen, overwinnen.
}}
{{pape
|ptext=<i>herunterwerfen, [[zerstören]], [[vernichten]]</i>; εἰ [[ἀναρχία]] βουλὴν καταρρίψειεν Aesch. <i>Ag</i>. 858; τὰ [[βασίλεια]] Plut. <i>Lucull</i>. 34; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἐπαίρω]], Luc. <i>hist.conscr</i>. 7; <i>[[verachten]]</i>, ἔπαινον, [[δόξαν]], DS. 3.15, 22.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρίπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[опрокидывать]], [[ниспровергать]], [[свергать]] (βουλήν Aesch.; τὰ [[βασίλεια]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[разбивать]], [[уничтожать]] (τοὺς πολεμίους Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[пренебрегать]], [[презирать]] (ἔπαινον, [[δόξαν]] Diod.).
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταρρίπτω]] και [[καταρίπτω]], Α και καταρριπτέω)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[γκρεμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακυρώνω]] [[κάτι]] που ίσχυε, [[ανατρέπω]], [[ανασκευάζω]] («κατέρριψε τα επιχειρήματα του αντιδίκου ένα [[προς]] ένα»)<br /><b>2.</b> [[υπερβάλλω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον σε αγώνα («κατέρριψε το παγκόσμιο [[ρεκόρ]] στο [[ακόντιο]])<br /><b>μσν.</b><br />[[εκκενώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καταλύω]], [[καταβάλλω]] («τῆς 'Ασίας τὰ [[βασίλεια]] καταρρίψαντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταπεινώνω]], [[εξευτελίζω]]<br /><b>2.</b> [[καταφρονώ]] («ἠξίου μὴ καταρρίψαι τῆς πατρίδος τὴν περιβόητον δόξαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατερριμμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />καταπτοημένος, συντετριμμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταρρίπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρίχνω]] προς τα [[κάτω]], [[αναποδογυρίζω]], [[συντρίβω]], [[καταστρέφω]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[κάτω]], [[καταβάλλω]], [[ἀνατρέπω]], εἴ τε δημόθρους [[ἀναρχία]] βουλὴν καταρρίψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884· τὰ [[βασίλεια]] Πλουτ. Λούκουλλ. 34, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 9· ταπεινῶ, [[ἐξευτελίζω]], κ. τοὺς πολεμίους, ἀντίθετον τῷ [[ἐπαίρω]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7. (2 καταφρονῶ, δόξαν, ἔπαινον Διόδ. 13, 15 καὶ 22.)
|lstext='''καταρρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[κάτω]], [[καταβάλλω]], [[ἀνατρέπω]], εἴ τε δημόθρους [[ἀναρχία]] βουλὴν καταρρίψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884· τὰ [[βασίλεια]] Πλουτ. Λούκουλλ. 34, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 9· ταπεινῶ, [[ἐξευτελίζω]], κ. τοὺς πολεμίους, ἀντίθετον τῷ [[ἐπαίρω]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7. (2 καταφρονῶ, δόξαν, ἔπαινον Διόδ. 13, 15 καὶ 22.)
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=<b>1</b> jeter à bas, renverser;<br /><b>2</b> jeter de côté, rejeter ; mépriser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥίπτω]].
|mdlsjtxt=fut. ψω, to [[throw]] [[down]], [[overthrow]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:52, 29 October 2024

English (LSJ)

(later καταρριπτ-ριπτέω Man.4.288:—Pass.,
A καταρειπτούμενα IG12(3).325.41 (Thera, ii A. D.), also pf. part. κατηρειμμένος ib.326.20), throw down, overthrow, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν A.Ag.884; τὰ βασίλεια Plu.Luc.34, cf. Luc.Salt.9; κ. τοὺς πολεμίους, opp. ἐπαίρω, Id.Hist.Conscr.7.
2 bring into disrepute, μάθησιν Vett.Val. 238.31; ἑαυτούς Id.2.2.
3 despise, δόξαν, ἔπαινον, D.S.13.15, 22.

French (Bailly abrégé)

1 jeter à bas, renverser;
2 jeter de côté, rejeter ; mépriser, acc..
Étymologie: κατά, ῥίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρρίπτω neerwerpen, overwinnen.

German (Pape)

herunterwerfen, zerstören, vernichten; εἰ ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν Aesch. Ag. 858; τὰ βασίλεια Plut. Lucull. 34; Gegensatz von ἐπαίρω, Luc. hist.conscr. 7; verachten, ἔπαινον, δόξαν, DS. 3.15, 22.

Russian (Dvoretsky)

καταρρίπτω:
1 опрокидывать, ниспровергать, свергать (βουλήν Aesch.; τὰ βασίλεια Plut.);
2 разбивать, уничтожать (τοὺς πολεμίους Luc.);
3 пренебрегать, презирать (ἔπαινον, δόξαν Diod.).

Greek Monolingual

(AM καταρρίπτω και καταρίπτω, Α και καταρριπτέω)
1. ρίχνω κάτω
2. γκρεμίζω
νεοελλ.
1. ακυρώνω κάτι που ίσχυε, ανατρέπω, ανασκευάζω («κατέρριψε τα επιχειρήματα του αντιδίκου ένα προς ένα»)
2. υπερβάλλω, ξεπερνώ κάποιον σε αγώνα («κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο ακόντιο)
μσν.
εκκενώνω
μσν.-αρχ.
καταλύω, καταβάλλω («τῆς 'Ασίας τὰ βασίλεια καταρρίψαντες», Πλούτ.)
αρχ.
1. ταπεινώνω, εξευτελίζω
2. καταφρονώ («ἠξίου μὴ καταρρίψαι τῆς πατρίδος τὴν περιβόητον δόξαν», Διόδ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερριμμένος, -η, -ον
καταπτοημένος, συντετριμμένος.

Greek Monotonic

καταρρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω προς τα κάτω, αναποδογυρίζω, συντρίβω, καταστρέφω, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρίπτω: ῥίπτω κάτω, καταβάλλω, ἀνατρέπω, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884· τὰ βασίλεια Πλουτ. Λούκουλλ. 34, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 9· ταπεινῶ, ἐξευτελίζω, κ. τοὺς πολεμίους, ἀντίθετον τῷ ἐπαίρω, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7. (2 καταφρονῶ, δόξαν, ἔπαινον Διόδ. 13, 15 καὶ 22.)

Middle Liddell

fut. ψω, to throw down, overthrow, Aesch.