ὑπόπλεος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypopleos
|Transliteration C=ypopleos
|Beta Code=u(po/pleos
|Beta Code=u(po/pleos
|Definition=ον, Att. ὑποπλέως, ων, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full</b>, c. gen., <b class="b3">ἔτι . . δείματός εἰμι ὑ</b>. am still afraid, <span class="bibl">Hdt.7.47</span>; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span> 4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">filled underhand</b>, ἀργυρίων <span class="bibl">Timocr.1.10</span>.</span>
|Definition=ὑπόπλεον, Att. [[ὑποπλέως]], ων,<br><span class="bld">A</span> [[full]], c. gen., [[ἔτι]].. δείματός εἰμι ὑ. I am [[still]] [[afraid]], [[Herodotus|Hdt.]]7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.''Somn.'' 4.<br><span class="bld">2</span> [[fill]]ed [[underhand]], ἀργυρίων Timocr.1.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[presque plein]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόπλεος:''' атт. [[ὑπόπλεως]] 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, [[ἀρκούντως]] [[πλήρης]], [[μετὰ]] γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· [[μεστός]], ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.
|lstext='''ὑπόπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, [[ἀρκούντως]] [[πλήρης]], μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· [[μεστός]], ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑπόπλεως]].
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ος, ον :<br />presque plein.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]].
|lsmtext='''ὑπόπλεος:''' -ον, Αττ. -[[πλέως]], <i>-ων</i>, ο αρκετά [[γεμάτος]], [[πλήρης]], με γεν., δείματός εἰμι [[ὑπόπλεος]], είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπόπλεος, ον,<br />[[pretty]] [[full]], c.gen., δείματός εἰμι ὑπ. am [[somewhat]] [[afraid]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπλεος Medium diacritics: ὑπόπλεος Low diacritics: υπόπλεος Capitals: ΥΠΟΠΛΕΟΣ
Transliteration A: hypópleos Transliteration B: hypopleos Transliteration C: ypopleos Beta Code: u(po/pleos

English (LSJ)

ὑπόπλεον, Att. ὑποπλέως, ων,
A full, c. gen., ἔτι.. δείματός εἰμι ὑ. I am still afraid, Hdt.7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.Somn. 4.
2 filled underhand, ἀργυρίων Timocr.1.10.

German (Pape)

[Seite 1229] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
presque plein.
Étymologie: ὑπό, πλέος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπλεος: атт. ὑπόπλεως 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, ἀρκούντως πλήρης, μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· μεστός, ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. ὑπόπλεως.

Greek Monotonic

ὑπόπλεος: -ον, Αττ. -πλέως, -ων, ο αρκετά γεμάτος, πλήρης, με γεν., δείματός εἰμι ὑπόπλεος, είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὑπόπλεος, ον,
pretty full, c.gen., δείματός εἰμι ὑπ. am somewhat afraid, Hdt.