ἀλύκη: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
(4000)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alyki
|Transliteration C=alyki
|Beta Code=a)lu/kh
|Beta Code=a)lu/kh
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ἡ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἄλυσις]], [[ἀλυσμός]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>7.56</span>, al.</span>
|Definition=[ῠ], ἡ, = [[ἄλυσις]], [[ἀλυσμός]], [[distress]], [[anguish]], [[disquiet]] Hp.''Aph.''7.56, al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἁλύκη Gal.18(1).167<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰλῠ-]<br />[[agitación]], [[desasosiego]], [[inquietud]] Hp.<i>Aph</i>.7.56, <i>Mul</i>.1.8, <i>Epid</i>.2.6.23, Gal.l.c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀλύω]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] ἡ, Unruhe, Angst, Hipp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλύκη''': [ῠ], ἡ, = ἄλυσις, [[ἀλυσμός]], Ἱππ. Ἀφ. 1260.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλύκη]], η (Α) [[ἀλύω]]<br />ο [[αλυσμός]].
}}
{{grml
|mltxt=η<br />ειδική [[αβαθής]] [[δεξαμενή]], [[μέσα]] στην οποία πραγματοποιείται η ηλιακή [[εξάτμιση]] του θαλασσινού νερού για την [[παραγωγή]] αλατιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἁλυκός]]. Η σημερινή [[σημασία]] της λ. [[είναι]] νεώτερη και πιθ. προέρχεται από τη φρ. [[αλυκή]] [[λίμνη]] ([[πρβλ]]. [[λιμνοθάλασσα]], <i>η</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλυκώδης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύκη Medium diacritics: ἀλύκη Low diacritics: αλύκη Capitals: ΑΛΥΚΗ
Transliteration A: alýkē Transliteration B: alykē Transliteration C: alyki Beta Code: a)lu/kh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, = ἄλυσις, ἀλυσμός, distress, anguish, disquiet Hp.Aph.7.56, al.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): ἁλύκη Gal.18(1).167
• Prosodia: [ᾰλῠ-]
agitación, desasosiego, inquietud Hp.Aph.7.56, Mul.1.8, Epid.2.6.23, Gal.l.c.
• Etimología: Cf. ἀλύω.

German (Pape)

[Seite 110] ἡ, Unruhe, Angst, Hipp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύκη: [ῠ], ἡ, = ἄλυσις, ἀλυσμός, Ἱππ. Ἀφ. 1260.

Greek Monolingual

ἀλύκη, η (Α) ἀλύω
ο αλυσμός.

Greek Monolingual

η
ειδική αβαθής δεξαμενή, μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ηλιακή εξάτμιση του θαλασσινού νερού για την παραγωγή αλατιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἁλυκός. Η σημερινή σημασία της λ. είναι νεώτερη και πιθ. προέρχεται από τη φρ. αλυκή λίμνη (πρβλ. λιμνοθάλασσα, η).
ΠΑΡ. αρχ. ἁλυκώδης.