Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαθητός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mathitos
|Transliteration C=mathitos
|Beta Code=maqhto/s
|Beta Code=maqhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">learnt, that may be learnt</b>, <b class="b3">ἀνθρώποις</b> <b class="b2">by</b> men, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.23</span>; <b class="b3">ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή</b>] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span> 70a</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1099b9</span>; μ. τε καὶ διδακτά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>319c</span>.</span>
|Definition=μαθητή, μαθητόν, [[learnt]], [[that may be learnt]], [[ἀνθρώποις]] [[by]] men, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.23; <b class="b3">ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή]</b> Pl.''Men.'' 70a, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1099b9; μ. τε καὶ διδακτά [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 319c.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qu'on peut apprendre]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μανθάνω]].
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. zu [[μανθάνω]], <i>[[erlernt]], [[lernbar]]</i>, ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ [[εἶναι]], Plat. <i>Prot</i>. 319c, [[öfter]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰθητός:''' [[доступный усвоению или изучению]], [[которому можно научить]] (τὰ ἀνθρώποις [[οὔτε]] μαθητὰ [[οὔτε]] προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰθητός''': -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ [[ἀρετὴ]]] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.
|lstext='''μᾰθητός''': -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ [[ἀρετὴ]]] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μανθάνω]].
|mltxt=[[μαθητός]], -ή, -όν (Α) [[μανθάνω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει [[κάποιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰθητός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰθητός, ή, όν<br />learnt, that may be learnt, Xen., Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[that may be taught]]
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητός Medium diacritics: μαθητός Low diacritics: μαθητός Capitals: ΜΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: mathētós Transliteration B: mathētos Transliteration C: mathitos Beta Code: maqhto/s

English (LSJ)

μαθητή, μαθητόν, learnt, that may be learnt, ἀνθρώποις by men, X.Cyr.1.6.23; ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή] Pl.Men. 70a, cf. Arist.EN1099b9; μ. τε καὶ διδακτά Pl.Prt. 319c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut apprendre.
Étymologie: adj. verb. de μανθάνω.

German (Pape)

adj. verb. zu μανθάνω, erlernt, lernbar, ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ εἶναι, Plat. Prot. 319c, öfter.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητός: доступный усвоению или изучению, которому можно научить (τὰ ἀνθρώποις οὔτε μαθητὰ οὔτε προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητός: -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ ἀρετὴ] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.

Greek Monolingual

μαθητός, -ή, -όν (Α) μανθάνω
αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει κάποιος.

Greek Monotonic

μᾰθητός: -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.

Middle Liddell

μᾰθητός, ή, όν
learnt, that may be learnt, Xen., Plat.

English (Woodhouse)

that may be taught

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)