δρυάς: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(Bailly1_2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>seul. gén. pl.</i> δρυάδων;<br />pièces formant la quille d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[δρῦς]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>seul. gén. pl.</i> δρυάδων;<br />[[pièces formant la quille d'un navire]].<br />'''Étymologie:''' [[δρῦς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δρυάς]], ο (Μ)<br />[[δάσος]] από βαλανιδιές, [[δρυμός]].<br />η (AM [[δρυάς]]) (συν. στον πληθ. δρυάδες)<br />[[νύμφη]] τών δασών, [[προστάτιδα]] τών δέντρων και [[κυρίως]] του δέντρου «δρύς»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αναρριχητικό, θαμνώδες [[φυτό]], με [[άνθη]] [[λευκά]] και φύλλα πράσινα στο [[επάνω]] [[μέρος]] και [[λευκά]] στο [[κάτω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δάσος]] από βαλανιδιές<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φιδιού.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἡ (=Νύφη τῶν δασῶν). Ἀπό τό [[δρῦς]] (=[[βαλανιδιά]]). Παράγωγα τοῦ [[δρῦς]]: δρύινος, [[δρυμός]] (=[[δάσος]] ἀπό βαλανιδιές), [[δρυμώδης]], [[δρυοκολάπτης]] (=[[ξυλοφάγος]]), [[δρυοτόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 9 January 2023

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
seul. gén. pl. δρυάδων;
pièces formant la quille d'un navire.
Étymologie: δρῦς.

Greek Monolingual

δρυάς, ο (Μ)
δάσος από βαλανιδιές, δρυμός.
η (AM δρυάς) (συν. στον πληθ. δρυάδες)
νύμφη τών δασών, προστάτιδα τών δέντρων και κυρίως του δέντρου «δρύς»
νεοελλ.
αναρριχητικό, θαμνώδες φυτό, με άνθη λευκά και φύλλα πράσινα στο επάνω μέρος και λευκά στο κάτω
μσν.
δάσος από βαλανιδιές
αρχ.
είδος φιδιού.

Mantoulidis Etymological

ἡ (=Νύφη τῶν δασῶν). Ἀπό τό δρῦς (=βαλανιδιά). Παράγωγα τοῦ δρῦς: δρύινος, δρυμός (=δάσος ἀπό βαλανιδιές), δρυμώδης, δρυοκολάπτης (=ξυλοφάγος), δρυοτόμος.