λεπτολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λεπτολόγος
|Medium diacritics=λεπτολόγος
|Low diacritics=λεπτολόγος
|Capitals=ΛΕΠΤΟΛΟΓΟΣ
|Transliteration A=leptológos
|Transliteration B=leptologos
|Transliteration C=leptologos
|Beta Code=leptolo/gos
|Definition=ον, [[speaking subtly]], [[quibbling]], [[φρένες]] Ar. ''Ra.'' 876 (hex.), cf. Philostr. ''VS'' 1.21.1; in good sense, ἀλλ' ὅ γε [[λεπτολόγος]] [[σκῆπτρον]] [[Ἄρατος]] [[ἔχει]] Ptol. ap. Ach.Tat. ''Intr. Ar.'' p. 79 M.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui disserte subtilement]], [[épilogueur]], [[chicaneur]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[λέγω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτολόγος:''' [[тонко рассуждающий]], [[затейливый]] (φρένες Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτολόγος''': -ον, ὁ ἐξετάζων μὲ λεπτότητα ἢ σοφιστικῶς τὰ πράγματα, [[μικρολόγος]], φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876, πρβλ. Φιλόστρ. 515· - τὸ λ. = [[λεπτολογία]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.
|lstext='''λεπτολόγος''': -ον, ὁ ἐξετάζων μὲ λεπτότητα ἢ σοφιστικῶς τὰ πράγματα, [[μικρολόγος]], φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876, πρβλ. Φιλόστρ. 515· - τὸ λ. = [[λεπτολογία]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[λέγω]]³.
|mltxt=-ο (Α [[λεπτολόγος]], -ον)<br />αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με [[λεπτομέρεια]] ή εξετάζει [[κάτι]] εξονυχιστικά, με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] στις λεπτομέρειες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μελετά ή ελέγχει [[κάτι]] με σοφιστικό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λεπτολόγως]] (Α)<br />με [[λεπτολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπτολόγος:''' -ον ([[λέγω]] Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα [[λεπτομερώς]], εξονυχιστικά, [[μικρολόγος]], [[σχολαστικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπτο-[[λόγος]], ον [λέγω3]<br />[[speaking]] [[subtly]], [[subtle]], quibbling, Ar.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μικρολόγος]]). Ἀπό τό [[λεπτός]] τοῦ [[λέπω]] + [[λέγω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα [[λέγω]] καί [[λεπτύνω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτολόγος Medium diacritics: λεπτολόγος Low diacritics: λεπτολόγος Capitals: ΛΕΠΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: leptológos Transliteration B: leptologos Transliteration C: leptologos Beta Code: leptolo/gos

English (LSJ)

ον, speaking subtly, quibbling, φρένες Ar. Ra. 876 (hex.), cf. Philostr. VS 1.21.1; in good sense, ἀλλ' ὅ γε λεπτολόγος σκῆπτρον Ἄρατος ἔχει Ptol. ap. Ach.Tat. Intr. Ar. p. 79 M.

German (Pape)

[Seite 30] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.
Étymologie: λεπτός, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

λεπτολόγος: тонко рассуждающий, затейливый (φρένες Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτολόγος: -ον, ὁ ἐξετάζων μὲ λεπτότητα ἢ σοφιστικῶς τὰ πράγματα, μικρολόγος, φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876, πρβλ. Φιλόστρ. 515· - τὸ λ. = λεπτολογία, Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.

Greek Monolingual

-ο (Α λεπτολόγος, -ον)
αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες
αρχ.
αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο.
επίρρ...
λεπτολόγως (Α)
με λεπτολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω)].

Greek Monotonic

λεπτολόγος: -ον (λέγω Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα λεπτομερώς, εξονυχιστικά, μικρολόγος, σχολαστικός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λεπτο-λόγος, ον [λέγω3]
speaking subtly, subtle, quibbling, Ar.

Mantoulidis Etymological

(=μικρολόγος). Ἀπό τό λεπτός τοῦ λέπω + λέγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα λέγω καί λεπτύνω.