μεταμελητικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metamelitikos
|Transliteration C=metamelitikos
|Beta Code=metamelhtiko/s
|Beta Code=metamelhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full of regrets, always repenting</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1150a21</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>155</span>.</span>
|Definition=μεταμελητική, μεταμελητικόν, [[full of regrets]], [[always repenting]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1150a21, Ptol.''Tetr.''155.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[porté à se repentir]].<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταμελητικός:''' [[полный раскаяния]], [[раскаивающийся]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμελητικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας [[μεστός]], κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.
|lstext='''μεταμελητικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας [[μεστός]], κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />porté à se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
|mltxt=[[μεταμελητικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεταμελούμαι]]<br />αυτός που μετανοεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταμελητικός:''' -ή, -όν, [[γεμάτος]] τύψεις, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεταμελητικός]], ή, όν<br />[[full]] of regrets, Arist. [from [[μεταμέλομαι]]
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμελητικός Medium diacritics: μεταμελητικός Low diacritics: μεταμελητικός Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metamelētikós Transliteration B: metamelētikos Transliteration C: metamelitikos Beta Code: metamelhtiko/s

English (LSJ)

μεταμελητική, μεταμελητικόν, full of regrets, always repenting, Arist.EN 1150a21, Ptol.Tetr.155.

German (Pape)

[Seite 150] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à se repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεταμελητικός: полный раскаяния, раскаивающийся Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητικός: -ή, -όν, πλήρης μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας μεστός, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.

Greek Monolingual

μεταμελητικός, -ή, -όν (ΑM) μεταμελούμαι
αυτός που μετανοεί.

Greek Monotonic

μεταμελητικός: -ή, -όν, γεμάτος τύψεις, σε Αριστ.

Middle Liddell

μεταμελητικός, ή, όν
full of regrets, Arist. [from μεταμέλομαι