φοινίκειος: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foinikeios | |Transliteration C=foinikeios | ||
|Beta Code=foini/keios | |Beta Code=foini/keios | ||
|Definition= | |Definition=φοινίκειον, [[of the palm-tree]], οἶνος [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.91, Suid.; cf. [[φοινικήϊος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ον, ion. [[φοινικήϊος]], = [[φοινίκεος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ον, ion. [[φοινικήϊος]], = [[φοινίκεος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de feuilles de palmier : [[οἶνος]] HDT vin de palmier <i>ou</i> de dattes ; ἐσθὴς φοινικηΐη HDT vêtement de feuilles de palmier.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]². | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοινίκειος:''' ион. φοινῑκήϊος 2 (νῑ)<br /><b class="num">1</b> [[пальмовый]] ([[οἶνος]] Her., Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[сделанный из пальмовых листьев]] ([[ἐσθής]] Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοινίκειος''': [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, [[οἶνος]] Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος. | |lstext='''φοινίκειος''': [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, [[οἶνος]] Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, και ιων. τ. [[φοινικήϊος]] (II), -ΐη, -ον [[φοῑνιξ</i> (III), -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δένδρο]] [[φοίνικας]] ή [[εκείνος]] που προέρχεται από το [[δένδρο]] αυτό («[[φοινίκειος]] [[οἶνος]]», <b>Διόδ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />-ον, και ιων. τ. [[φοινικήϊος]], (Ι), -ΐη, -ον [[Φοῖνιξ</i>, -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι) («φοινίκειον [[φιλοτέχνημα]]», Ηλιόδ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φοινίκεια</i><br />(ενν. <i>γράμματα</i>) το αρχαίο ιωνικό [[αλφάβητο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικηΐη voῡσος»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 27 March 2024
English (LSJ)
φοινίκειον, of the palm-tree, οἶνος D.S.1.91, Suid.; cf. φοινικήϊος.
German (Pape)
[Seite 1295] ον, ion. φοινικήϊος, = φοινίκεος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de feuilles de palmier : οἶνος HDT vin de palmier ou de dattes ; ἐσθὴς φοινικηΐη HDT vêtement de feuilles de palmier.
Étymologie: φοῖνιξ².
Russian (Dvoretsky)
φοινίκειος: ион. φοινῑκήϊος 2 (νῑ)
1 пальмовый (οἶνος Her., Diod.);
2 сделанный из пальмовых листьев (ἐσθής Her.).
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκειος: [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, οἶνος Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος.
Greek Monolingual
(I)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος (II), -ΐη, -ον [[φοῑνιξ (III), -οίνικος]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δένδρο φοίνικας ή εκείνος που προέρχεται από το δένδρο αυτό («φοινίκειος οἶνος», Διόδ.).
(II)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος, (Ι), -ΐη, -ον [[Φοῖνιξ, -οίνικος]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι) («φοινίκειον φιλοτέχνημα», Ηλιόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φοινίκεια
(ενν. γράμματα) το αρχαίο ιωνικό αλφάβητο
3. φρ. «φοινικηΐη voῡσος»
ιατρ. η ελεφαντίαση (Ιπποκρ.).