τύκισμα: Difference between revisions
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tykisma | |Transliteration C=tykisma | ||
|Beta Code=tu/kisma | |Beta Code=tu/kisma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[a working of stones]], in plural, <b class="b3">κανόνων τυκίσματα</b>, i.e. [[walls of stone worked]] by rule, E.''Tr.''814 (lyr.); λαΐνων τυκις μάτων Id.''Fr.''125.3, cf.''HF''1096. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1160.png Seite 1160]] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1160.png Seite 1160]] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[construction en pierres de taille]].<br />'''Étymologie:''' [[τυκίζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] [[steenwerk]], [[muur]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τύκισμα:''' ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[τυκίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τυκίζω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τύκισμα:''' -ατος, τό, [[κατεργασία]] λίθων· στον πληθ., <i>κανόνων τυκίσματα</i>, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη [[σειρά]] αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τύκισμα''': τό, [[ἐργασία]] λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. [[τύκη]], [[τύκος]]. | |lstext='''τύκισμα''': τό, [[ἐργασία]] λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. [[τύκη]], [[τύκος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[τύκισμα]], ατος, τό,<br />a [[working]] of stones: in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of [[stone]] worked by [[rule]], opp. to the [[rude]] Cyclopean [[building]], Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, a working of stones, in plural, κανόνων τυκίσματα, i.e. walls of stone worked by rule, E.Tr.814 (lyr.); λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3, cf.HF1096.
German (Pape)
[Seite 1160] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
construction en pierres de taille.
Étymologie: τυκίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] steenwerk, muur.
Russian (Dvoretsky)
τύκισμα: ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur.
Greek Monolingual
τὸ, Α τυκίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυκίζω.
Greek Monotonic
τύκισμα: -ατος, τό, κατεργασία λίθων· στον πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη σειρά αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
τύκισμα: τό, ἐργασία λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. τύκη, τύκος.
Middle Liddell
τύκισμα, ατος, τό,
a working of stones: in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, opp. to the rude Cyclopean building, Eur.