πλειστόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pleistomvrotos
|Transliteration C=pleistomvrotos
|Beta Code=pleisto/mbrotos
|Beta Code=pleisto/mbrotos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crowded with people</b>, ἑορτά <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.69</span>.</span>
|Definition=πλειστόμβροτον, [[crowded with people]], ἑορτά Pi.''O.''6.69.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] menschenreich, volkreich, [[ἑορτή]], Pind. Ol. 6, 69.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] menschenreich, volkreich, [[ἑορτή]], Pind. Ol. 6, 69.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[fréquenté par beaucoup de mortels]], [[très fréquenté]].<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]], [[βροτός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλειστόμβροτος -ον &#91;[[πλεῖστος]], [[βροτός]]] [[zeer druk bezocht]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλειστόμβροτος:''' [[многолюднейший]] ([[ἑορτή]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλειστόμβροτος''': -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.
|lstext='''πλειστόμβροτος''': -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=ος, ον :<br />fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]], [[βροτός]].
|sltr=[[πλειστόμβροτος]], -ον</b> [[crowded]] [[with]] [[people]] ἑορτὰν πλειστόμβροτον (O. 6.69)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από [[πλήθος]] ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> <i>μβροτός</i> ([[πρβλ]]. [[τερψίμβροτος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλειστόμβροτος:''' -ον, υπερβολικά [[γεμάτος]] από ανθρώπους, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλειστόμ-βροτος, ον,<br />[[crowded]] with [[people]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστόμβροτος Medium diacritics: πλειστόμβροτος Low diacritics: πλειστόμβροτος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: pleistómbrotos Transliteration B: pleistombrotos Transliteration C: pleistomvrotos Beta Code: pleisto/mbrotos

English (LSJ)

πλειστόμβροτον, crowded with people, ἑορτά Pi.O.6.69.

German (Pape)

[Seite 628] menschenreich, volkreich, ἑορτή, Pind. Ol. 6, 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.
Étymologie: πλεῖστος, βροτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστόμβροτος -ον [πλεῖστος, βροτός] zeer druk bezocht.

Russian (Dvoretsky)

πλειστόμβροτος: многолюднейший (ἑορτή Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πλειστόμβροτος: -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.

English (Slater)

πλειστόμβροτος, -ον crowded with people ἑορτὰν πλειστόμβροτον (O. 6.69)

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

πλειστόμβροτος: -ον, υπερβολικά γεμάτος από ανθρώπους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πλειστόμ-βροτος, ον,
crowded with people, Pind.