καταχείριος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katacheirios
|Transliteration C=katacheirios
|Beta Code=kataxei/rios
|Beta Code=kataxei/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fitting the hand</b>, ἐρετμός <span class="bibl">A.R.1.1189</span>.</span>
|Definition=καταχείριον, [[fitting the hand]], ἐρετμός A.R.1.1189.
}}
{{ls
|lstext='''καταχείριος''': -ον, ἀρμόζων εἰς τὴν χεῖρα, ἐρετμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1189.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταχείριος]], -ον (Α)<br />ευκολομεταχείριστος, [[εύχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>κατὰ χειρός</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>in die Hand [[passend]], nach der Hand</i>, [[ἐρετμός]] Ap.Rh. 1.1189.
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχείριος Medium diacritics: καταχείριος Low diacritics: καταχείριος Capitals: ΚΑΤΑΧΕΙΡΙΟΣ
Transliteration A: katacheírios Transliteration B: katacheirios Transliteration C: katacheirios Beta Code: kataxei/rios

English (LSJ)

καταχείριον, fitting the hand, ἐρετμός A.R.1.1189.

Greek (Liddell-Scott)

καταχείριος: -ον, ἀρμόζων εἰς τὴν χεῖρα, ἐρετμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1189.

Greek Monolingual

καταχείριος, -ον (Α)
ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χειρός].

German (Pape)

in die Hand passend, nach der Hand, ἐρετμός Ap.Rh. 1.1189.