συνδικαστής: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndikastis | |Transliteration C=syndikastis | ||
|Beta Code=sundikasth/s | |Beta Code=sundikasth/s | ||
|Definition= | |Definition=συνδικαστοῦ, ὁ, [[fellow-juryman]], Ar.''V.''197,215, al., ''IG''9(1).689.11 (Corcyra, ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] ὁ, Mitrichter, Ar. Vesp. 197. 215. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] ὁ, [[Mitrichter]], Ar. Vesp. 197. 215. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui est juge avec un autre]], [[membre d'un jury]].<br />'''Étymologie:''' [[συνδικάζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνδικαστής -οῦ, ὁ, Att. ook [[ξυνδικαστής]] [συνδικάζω] [[medelid van een jury]], [[jurylid]] (in de rechtbank). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδῐκαστής:''' οῦ ὁ [[синдикаст]], [[член судейской коллегии]] Arph. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α [[συνδικάζω]]<br />[[δικαστής]] που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλους<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένορκος]] ταυτόχρονα με άλλον. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνδῐκαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δικάζει από κοινού, που είναι επίσης [[δικαστής]] ή [[ένορκος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδῐκαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνδικάζων, ὁ καὶ αὐτὸς δικαστὴς ἢ [[ἔνορκος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, 215, κ. ἀλλ. | |lstext='''συνδῐκαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνδικάζων, ὁ καὶ αὐτὸς δικαστὴς ἢ [[ἔνορκος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, 215, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=συν-δῐκαστής, οῦ, ὁ,<br />a [[fellow]]-[[dicast]] or [[juryman]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
συνδικαστοῦ, ὁ, fellow-juryman, Ar.V.197,215, al., IG9(1).689.11 (Corcyra, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1008] ὁ, Mitrichter, Ar. Vesp. 197. 215.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui est juge avec un autre, membre d'un jury.
Étymologie: συνδικάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδικαστής -οῦ, ὁ, Att. ook ξυνδικαστής [συνδικάζω] medelid van een jury, jurylid (in de rechtbank).
Russian (Dvoretsky)
συνδῐκαστής: οῦ ὁ синдикаст, член судейской коллегии Arph.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α συνδικάζω
δικαστής που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλους
αρχ.
ένορκος ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monotonic
συνδῐκαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που δικάζει από κοινού, που είναι επίσης δικαστής ή ένορκος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδῐκαστής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδικάζων, ὁ καὶ αὐτὸς δικαστὴς ἢ ἔνορκος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, 215, κ. ἀλλ.