φειδωλή: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=feidoli
|Transliteration C=feidoli
|Beta Code=feidwlh/
|Beta Code=feidwlh/
|Definition=ἡ, = foreg., <span class="bibl">Il.22.244</span>, <span class="bibl">Sol.13.46</span>, <span class="title">AP</span>12.31 (Phan.).
|Definition=ἡ, = [[φειδώ]] ([[sparing]], [[thrift]], [[parsimony]]), ''Il.'' 22.244, Sol. 13.46, ''AP'' 12.31 (Phan.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ἡ, = [[φειδώ]]; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ἡ, = [[φειδώ]]; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[φειδώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''φειδωλή:''' ἡ Hom., Anth. = [[φειδώ]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φειδωλή''': ἡ, = [[φειδώ]], μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31.
|lstext='''φειδωλή''': ἡ, = [[φειδώ]], μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=ῆς (:<br /><i>c.</i> [[φειδώ]].
|auten=[[sparing]], [[grudging]] [[use]], Il. 22.244†.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φειδώ]], [[οικονομία]]<br /><b>2.</b> θηλ. τοῦ [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλή</i> ([[πρβλ]]. [[εὐχωλή]], [[τερπωλή]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -<i>ωλή</i> έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -<i>ωλός</i>, το ουσ. [[φειδωλή]] [[είναι]] αρχαιότερο του [[φειδωλός]]. Ανάλογη [[περίπτωση]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[ἁμαρτωλή]]: [[ἁμαρτωλός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φειδωλή:''' ἡ, = [[φειδώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φειδωλή]], ἡ, = [[φειδώ]], Il., [[Solon]].]
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδωλή Medium diacritics: φειδωλή Low diacritics: φειδωλή Capitals: ΦΕΙΔΩΛΗ
Transliteration A: pheidōlḗ Transliteration B: pheidōlē Transliteration C: feidoli Beta Code: feidwlh/

English (LSJ)

ἡ, = φειδώ (sparing, thrift, parsimony), Il. 22.244, Sol. 13.46, AP 12.31 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, = φειδώ; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. φειδώ.

Russian (Dvoretsky)

φειδωλή: ἡ Hom., Anth. = φειδώ 1.

Greek (Liddell-Scott)

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31.

English (Autenrieth)

sparing, grudging use, Il. 22.244†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. φειδώ, οικονομία
2. θηλ. τοῦ φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλή (πρβλ. εὐχωλή, τερπωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο του φειδωλός. Ανάλογη περίπτωση παρατηρείται και στο ζεύγος ἁμαρτωλή: ἁμαρτωλός.

Greek Monotonic

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.

Middle Liddell

φειδωλή, ἡ, = φειδώ, Il., Solon.]