κλεψίρρυτος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(7) |
mNo edit summary |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klepsirrytos | |Transliteration C=klepsirrytos | ||
|Beta Code=kleyi/rrutos | |Beta Code=kleyi/rrutos | ||
|Definition=ον, <span | |Definition=κλεψίρρυτον, [[secretly flowing]], name of a stream at Athens, [[which flowed some distance under ground]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[im Verborgenen fließend]]</i>, [[ὕδωρ]], eine [[Quelle]] bei [[Athen]], die eine [[Strecke]] [[unter]] der [[Erde]] wegfloß, Hesych. S. [[κλεψύδρα]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κλεψίρρῠτος''': -ον, ὁ [[λάθρα]] ρέων, [[ὄνομα]] ῥύακος ἐν Ἀθήναις [[ὅστις]] ἐφ’ ἱκανὸν [[διάστημα]] ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλεψίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Κλεψίρρυτος</i><br />[[ονομασία]] μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο [[τμήμα]] του έρρεε [[κάτω]] από το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρυτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), [[πρβλ]]. [[μελίρρυτος]], [[ποταμόρρυτος]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:43, 23 October 2024
English (LSJ)
κλεψίρρυτον, secretly flowing, name of a stream at Athens, which flowed some distance under ground, Hsch.
German (Pape)
im Verborgenen fließend, ὕδωρ, eine Quelle bei Athen, die eine Strecke unter der Erde wegfloß, Hesych. S. κλεψύδρα.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίρρῠτος: -ον, ὁ λάθρα ρέων, ὄνομα ῥύακος ἐν Ἀθήναις ὅστις ἐφ’ ἱκανὸν διάστημα ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κλεψίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που ρέει κρυφά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος
ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελίρρυτος, ποταμόρρυτος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].