κλίτος: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klitos | |Transliteration C=klitos | ||
|Beta Code=kli/tos | |Beta Code=kli/tos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], εος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[κλειτύς]], Lyc.600; [[cliff]], Id.737 (pl.).<br><span class="bld">2</span> = [[κλίμα]] II, [[clime]], κ. βόρειον ''AP''7.699.<br><span class="bld">3</span> [[side]], [[LXX]] ''Ex.''26.18, al.; <b class="b3">τὸ κ. τὸ δεξιόν</b> ib.''Ez.''47.1; <b class="b3">τὸ κ. τοῦ νότου</b> ib.''3 Ki.''7.39. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1455.png Seite 1455]] τό, die Abschüssigkeit, Lycophr. 600; übh. = [[κλίμα]], βόρειον ἐς [[κλίτος]] Ep. ad. 396 (VII, 699); LXX. Bei Ap. Rh. 1, 599 auch κλίτεα, Hügel. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους (τό) :<br /><b>1</b> [[climat]], [[région]];<br /><b>2</b> [[pente]], [[penchant]].<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλίτος:''' εος (ῐ) τό область, край ([[βόρειον]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κλίτος''': ῐ, τό, = [[κλιτύς]], Λυκόφρ. 600. 2) = [[κλῖμα]] ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 699. 3) τὸ κατώτερον [[μέρος]] ἢ [[ἄκρον]] τόπου τινός, Ἑβδ. (Β΄ Βασικ. ΙΙΙ΄, 4). 4) τὸ [[κέρας]] στρατεύματος, εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι Θεοφύλ. Σιμ. Ἱστ. σ. 102Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[κλίτος]], -ους) [[κλίνω]]<br />[[κατηφοριά]], [[πλαγιά]], κλ(ε)ιτύς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(τοπογρ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της κλίσης, ιδιαίτερα όταν αυτή εκφράζεται με [[κλάσμα]] ή [[ποσοστό]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ένα από τα [[τρία]] ή [[πέντε]] τμήματα του παλαιοχριστιανικού ναού και [[ιδίως]] της βασιλικής, τα οποία χωρίζονται με κιονοστοιχίες, αλλ. [[δρόμος]] («τὸ μὲν δεξιὸν [[κλίτος]] ναὸν τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας καινοτομήσας», Σάθ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ή [[κέρας]] στρατεύματος («εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>2.</b> η μία από τις δύο πλευρές του ανθρώπινου σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το κατώτερο [[μέρος]] κάποιου τόπου («εἴκοσιν στύλους ἐκ τοῦ κλίτους τοῦ πρὸς βορρᾶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> η γεωγραφική [[θέση]] ενός τόπου σε [[σχέση]] με τους πόλους, [[κλίμα]].<br /><b>(II)</b><br />κλῖτος, τὸ (Α) [[κλίνω]]<br />κλ(ε)ιτύς. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλίτος:''' [ῐ], τό = [[κλίμα]] II, [[κλίμα]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[κλίμα]] II,]<br />a clime, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό,
A = κλειτύς, Lyc.600; cliff, Id.737 (pl.).
2 = κλίμα II, clime, κ. βόρειον AP7.699.
3 side, LXX Ex.26.18, al.; τὸ κ. τὸ δεξιόν ib.Ez.47.1; τὸ κ. τοῦ νότου ib.3 Ki.7.39.
German (Pape)
[Seite 1455] τό, die Abschüssigkeit, Lycophr. 600; übh. = κλίμα, βόρειον ἐς κλίτος Ep. ad. 396 (VII, 699); LXX. Bei Ap. Rh. 1, 599 auch κλίτεα, Hügel.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
1 climat, région;
2 pente, penchant.
Étymologie: κλίνω.
Russian (Dvoretsky)
κλίτος: εος (ῐ) τό область, край (βόρειον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κλίτος: ῐ, τό, = κλιτύς, Λυκόφρ. 600. 2) = κλῖμα ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 699. 3) τὸ κατώτερον μέρος ἢ ἄκρον τόπου τινός, Ἑβδ. (Β΄ Βασικ. ΙΙΙ΄, 4). 4) τὸ κέρας στρατεύματος, εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι Θεοφύλ. Σιμ. Ἱστ. σ. 102Β.
Greek Monolingual
(I)
το (AM κλίτος, -ους) κλίνω
κατηφοριά, πλαγιά, κλ(ε)ιτύς
νεοελλ.
(τοπογρ.) άλλη ονομασία της κλίσης, ιδιαίτερα όταν αυτή εκφράζεται με κλάσμα ή ποσοστό
νεοελλ.-μσν.
ένα από τα τρία ή πέντε τμήματα του παλαιοχριστιανικού ναού και ιδίως της βασιλικής, τα οποία χωρίζονται με κιονοστοιχίες, αλλ. δρόμος («τὸ μὲν δεξιὸν κλίτος ναὸν τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας καινοτομήσας», Σάθ.)
μσν.
1. τμήμα ή κέρας στρατεύματος («εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι», Θεοφύλ. Σ.)
2. η μία από τις δύο πλευρές του ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. το κατώτερο μέρος κάποιου τόπου («εἴκοσιν στύλους ἐκ τοῦ κλίτους τοῦ πρὸς βορρᾶν», ΠΔ)
2. η γεωγραφική θέση ενός τόπου σε σχέση με τους πόλους, κλίμα.
(II)
κλῖτος, τὸ (Α) κλίνω
κλ(ε)ιτύς.
Greek Monotonic
κλίτος: [ῐ], τό = κλίμα II, κλίμα, σε Ανθ.
Middle Liddell
= κλίμα II,]
a clime, Anth.