λιμόψωρος: Difference between revisions
ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)
(8) |
mNo edit summary |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limopsoros | |Transliteration C=limopsoros | ||
|Beta Code=limo/ywros | |Beta Code=limo/ywros | ||
|Definition=ὁ, (ψώρα) < | |Definition=ὁ, ([[ψώρα]]) [[scurvy]], arising from hunger or bad food, Plb.3.87.2:—later [[λιμοψώρα|λῑμοψώρα]], ἡ, ''Hippiatr.''69. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[gale provenant de la faim et de la misère]].<br />'''Étymologie:''' [[λιμός]], [[ψώρα]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], ὁ, <i>[[Hungerkrätze]]</i>, die bei [[Menschen]] und Vieh aus [[Mangel]] od. [[Schlechtigkeit]] der [[Nahrungsmittel]] entsteht, Pol. 3.87.2. In den <i>Hippiatr</i>. auch ἡ [[λιμοψώρα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῑμόψωρος:''' ὁ мед. [[голодная сыпь]] (кожное заболевание на почве голодания) Polyb. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λῑμόψωρος''': ὁ, ([[ψώρα]]) νόσημά τι τῆς ἐπιδερμίδος, [[ψώρα]] προερχομένη ἐκ πείνης ἢ κακῆς τροφῆς, Πολύβ. 3. 87, 2· - ἐν Ἱππιατρ. σ. 188, λιμοψώρα, ἡ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιμόψωρος]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψώρας τών ανθρώπων και τών ζώων που οφείλεται σε [[πείνα]] ή σε κακή [[διατροφή]] («καὶ τοῖς ἀνδράσιν ὁ λεγόμενος [[λιμόψωρος]] καὶ τοιαύτη [[καχεξία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ψωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψώρα]]), [[πρβλ]]. [[μελάμψωρος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῑμόψωρος:''' ὁ ([[ψώρα]]), [[νόσημα]] του δέρματος, [[σκορβούτο]], [[ψώρα]] προερχόμενη από [[πείνα]] ή κακή [[τροφή]], σε Πολύβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῑμό-ψωρος, ὁ, [[ψώρα]]<br />a cutaneous [[disease]], [[scurvy]], Polyb. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 10 March 2024
English (LSJ)
ὁ, (ψώρα) scurvy, arising from hunger or bad food, Plb.3.87.2:—later λῑμοψώρα, ἡ, Hippiatr.69.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gale provenant de la faim et de la misère.
Étymologie: λιμός, ψώρα.
German (Pape)
[ῑ], ὁ, Hungerkrätze, die bei Menschen und Vieh aus Mangel od. Schlechtigkeit der Nahrungsmittel entsteht, Pol. 3.87.2. In den Hippiatr. auch ἡ λιμοψώρα.
Russian (Dvoretsky)
λῑμόψωρος: ὁ мед. голодная сыпь (кожное заболевание на почве голодания) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
λῑμόψωρος: ὁ, (ψώρα) νόσημά τι τῆς ἐπιδερμίδος, ψώρα προερχομένη ἐκ πείνης ἢ κακῆς τροφῆς, Πολύβ. 3. 87, 2· - ἐν Ἱππιατρ. σ. 188, λιμοψώρα, ἡ.
Greek Monolingual
λιμόψωρος, ὁ (Α)
είδος ψώρας τών ανθρώπων και τών ζώων που οφείλεται σε πείνα ή σε κακή διατροφή («καὶ τοῖς ἀνδράσιν ὁ λεγόμενος λιμόψωρος καὶ τοιαύτη καχεξία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -ψωρος (< ψώρα), πρβλ. μελάμψωρος].
Greek Monotonic
λῑμόψωρος: ὁ (ψώρα), νόσημα του δέρματος, σκορβούτο, ψώρα προερχόμενη από πείνα ή κακή τροφή, σε Πολύβ.