μίλτειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=milteios
|Transliteration C=milteios
|Beta Code=mi/lteios
|Beta Code=mi/lteios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> <b class="b3">μίλτος, μ. στάγμα</b> the <b class="b2">red</b> mark made by the carpenter's line, ib. <span class="bibl">6.103</span> (Phil.).</span>
|Definition=α, ον, of <b class="b3">μίλτος, μ. στάγμα</b> the [[red]] mark made by the carpenter's line, ib. 6.103 (Phil.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0186.png Seite 186]] aus, von Mennig oder Röthel, [[στάγμα]], Philp. 15 (VI, 103).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de minium, de vermillon ; rouge vermillon.<br />'''Étymologie:''' [[μίλτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μίλτειος:''' [[из сурика]], [[охры]] или [[киновари]] ([[στάγμα]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''μίλτειος''': -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. [[στάγμα]], ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον [[σχοινίον]]) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.
}}
{{grml
|mltxt=[[μίλτειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μίλτινος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μίλτειον [[στάγμα]]» — η κόκκινη [[γραμμή]] που σχηματίζεται από [[σχοινί]] βαμμένο με μίλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[θαλάσσειος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μίλτειος:''' -α, -ον ([[μίλτος]]), [[ερυθρός]], μίλτειον [[στάγμα]], το κόκκινο [[σημάδι]] που άφηνε στο [[ξύλο]] το [[σχοινί]] του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική [[ουσία]], [[μίλτος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μίλτειος]], η, ον [[μίλτος]]<br />red, μ. [[στάγμα]] the red [[mark]] made by the [[carpenter]]'s [[line]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίλτειος Medium diacritics: μίλτειος Low diacritics: μίλτειος Capitals: ΜΙΛΤΕΙΟΣ
Transliteration A: mílteios Transliteration B: milteios Transliteration C: milteios Beta Code: mi/lteios

English (LSJ)

α, ον, of μίλτος, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, ib. 6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 186] aus, von Mennig oder Röthel, στάγμα, Philp. 15 (VI, 103).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de minium, de vermillon ; rouge vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Russian (Dvoretsky)

μίλτειος: из сурика, охры или киновари (στάγμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μίλτειος: -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. στάγμα, ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον σχοινίον) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.

Greek Monolingual

μίλτειος, -εία, -ον (Α)
1. μίλτινος
2. φρ. «μίλτειον στάγμα» — η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. -ειος (πρβλ. θαλάσσειος)].

Greek Monotonic

μίλτειος: -α, -ον (μίλτος), ερυθρός, μίλτειον στάγμα, το κόκκινο σημάδι που άφηνε στο ξύλο το σχοινί του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική ουσία, μίλτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μίλτειος, η, ον μίλτος
red, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, Anth.