ξενιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(9)
 
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksenistis
|Transliteration C=ksenistis
|Beta Code=cenisth/s
|Beta Code=cenisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ξένος]] I, Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.52</span>.</span>
|Definition=ξενιστοῦ, ὁ, = [[ξένος]] I ([[guest]]), Sch.Pi.''P.''4.52.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0277.png Seite 277]] ὁ, der [[Bewirtende]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ξενιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ξενίζων, φιλοξενῶν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 52, Θ. Προδρ. κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Β΄, 398, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[ξενιστής]]) [[ξενίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) α) [[οργανισμός]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] στον οποίο ζει [[ένας]] [[άλλος]] [[οργανισμός]] ως [[παράσιτο]] ή ως το κατ' εξοχήν επωφελούμενο [[μέλος]] μιας συμβιωτικής σχέσης [[μεταξύ]] τους<br />β) [[πειραματόζωο]], [[ιδίως]] στο [[στάδιο]] του εμβρύου, στο οποίο έχει μεταμοσχευθεί ένα [[μόσχευμα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φιλοξενεί κάποιον.
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενιστής Medium diacritics: ξενιστής Low diacritics: ξενιστής Capitals: ΞΕΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: xenistḗs Transliteration B: xenistēs Transliteration C: ksenistis Beta Code: cenisth/s

English (LSJ)

ξενιστοῦ, ὁ, = ξένος I (guest), Sch.Pi.P.4.52.

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, der Bewirtende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξενιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ξενίζων, φιλοξενῶν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 52, Θ. Προδρ. κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Β΄, 398, κτλ.

Greek Monolingual

ο (Μ ξενιστής) ξενίζω
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) α) οργανισμός μέσα ή πάνω στον οποίο ζει ένας άλλος οργανισμός ως παράσιτο ή ως το κατ' εξοχήν επωφελούμενο μέλος μιας συμβιωτικής σχέσης μεταξύ τους
β) πειραματόζωο, ιδίως στο στάδιο του εμβρύου, στο οποίο έχει μεταμοσχευθεί ένα μόσχευμα
μσν.
αυτός που φιλοξενεί κάποιον.