παραφυής: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parafyis | |Transliteration C=parafyis | ||
|Beta Code=parafuh/s | |Beta Code=parafuh/s | ||
|Definition=ές, < | |Definition=παραφυές, [[growing beside]], of extra fingers, Paul.Aeg.6.43: [[παραφυές]], τό, = [[παραφυάς]], Arist.''Rh.''1356a25. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0507.png Seite 507]] ές, das daneben Wachsende, συμβαίνει τὴν ῥητορικὴν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικῆς εἶναι, Arist. rhet. 1, 2, wie das Vorige. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, έν;<br />qui croît auprès ; τὸ παραφυές ramification.<br />'''Étymologie:''' [[παραφύω]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ [[παραφύω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραφυές</i><br />η [[παραφυάδα]] («συμβαίνει τήν ρητορικήν [[οἷον]] παραφυές τι τῆς διαλεκτικής [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραφυής:''' -ές, αυτός που αναπτύσσεται δίπλα, <i>παραφυές</i>, τό = [[παραφυάς]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραφυής -ές [παραφύω] terzijde groeiend; subst. τὸ παραφυές zijtak. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παραφυής]], ές<br />growing [[beside]]: παραφυές, = [[παραφυάς]], Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
παραφυές, growing beside, of extra fingers, Paul.Aeg.6.43: παραφυές, τό, = παραφυάς, Arist.Rh.1356a25.
German (Pape)
[Seite 507] ές, das daneben Wachsende, συμβαίνει τὴν ῥητορικὴν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικῆς εἶναι, Arist. rhet. 1, 2, wie das Vorige.
French (Bailly abrégé)
ής, έν;
qui croît auprès ; τὸ παραφυές ramification.
Étymologie: παραφύω.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ παραφύω
μσν.
(για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυές
η παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
παραφυής: -ές, αυτός που αναπτύσσεται δίπλα, παραφυές, τό = παραφυάς, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραφυής -ές [παραφύω] terzijde groeiend; subst. τὸ παραφυές zijtak.