ὑψοῦ: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(sl1_repeat)
m (LSJ1 replacement)
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsoy
|Transliteration C=ypsoy
|Beta Code=u(you=
|Beta Code=u(you=
|Definition=Adv., (ὕψος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">high</b>, νῆα . . ἔρυσσαν ὑ. ἐπὶ ψαμάθοις <span class="bibl">Il.1.486</span>; <b class="b3">ὑ. δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα]</b> <b class="b2">out</b> from the beach, <span class="bibl">Od.4.785</span>, <span class="bibl">8.55</span>; <b class="b3">τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑ</b>. having the soil raised <b class="b2">to a great height</b>, <span class="bibl">Hdt.2.138</span>; ὑ. πατεῖν <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.115</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">P.</span>10.70</span>, <span class="bibl">B.5.18</span>; ὑ. κρέμασθαι <span class="bibl">Hermipp.55</span> (anap.); ὑ. φέρεσθαι <span class="bibl">Anaxil.22.30</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b3">ἐξάρας με ὑ</b>. having praised me <b class="b2">highly</b>, <span class="bibl">Hdt.9.79</span>; . αἴρειν θυμόν <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>914</span>. Cf. <b class="b3">ὑψόσε</b>.</span>
|Definition=Adv., ([[ὕψος]])<br><span class="bld">A</span> [[high]], νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν = they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her Il.1.486; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα] = [[out]] from the [[beach]], Od.4.785, 8.55; τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ = having the [[soil]] [[raise]]d [[to a great height]], [[Herodotus|Hdt.]]2.138; ὑψοῦ [[πατεῖν]] Pi.O.1.115, cf. P.10.70, B.5.18; ὑψοῦ [[κρέμασθαι]] Hermipp.55 (anap.); ὑψοῦ [[φέρεσθαι]] Anaxil.22.30.<br><span class="bld">II</span> metaph., ἐξάρας με ὑψοῦ = having [[praise]]d me [[highly]], [[Herodotus|Hdt.]]9.79; ὑψοῦ [[αἴρειν]] θυμόν S.OT914. Cf. [[ὑψόσε]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[en haut]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]].
}}
{{pape
|ptext=adv., <i>hoch, [[oben]], in der [[Höhe]]; Il</i>. 1.486, <i>Od</i>. 4.785; [[ὑψοῦ]] πατεῖν Pind. <i>Ol</i>. 1.115; <i>P</i>. 10.70; [[ὑψοῦ]] γὰρ αἴρει θυμὸν [[ἄγαν]] λύπαισι Soph. <i>O.R</i>. 914; Eur. <i>Bacch</i>. 1109; [[ὑψοῦ]] ἐξᾶραί τι, <i>hoch [[erheben]]</i>, Her. 9.79.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψοῦ:''' adv.<br /><b class="num">1</b> [[наверху]], [[вверху]] Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[в высоту]], [[вверх]] Pind., Her., Eur.: ὑψοῦ ἐξᾶραί τι Her. превознести что-л.; ὑψοῦ αἴρειν θυμὸν λύπαισι Soph. принимать близко к сердцу тревоги.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψοῦ''': Ἐπίρρ., ([[ὕψος]]) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν [[ὑψοῦ]] ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[νότιος]])· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]], τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα [[ὕψος]], Ἡρόδ. 2. 138· [[ὑψοῦ]] πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ [[κύλιξ]] [[ὑψοῦ]] κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες [[εὐθύς]] εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ [[ὑψοῦ]] πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., [[ὑψοῦ]] ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι [[μεγάλως]], Ἡρόδ. 9. 79· [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. [[ὑψόσε]].
|lstext='''ὑψοῦ''': Ἐπίρρ., ([[ὕψος]]) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν [[ὑψοῦ]] ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[νότιος]])· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]], τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα [[ὕψος]], Ἡρόδ. 2. 138· [[ὑψοῦ]] πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ [[κύλιξ]] [[ὑψοῦ]] κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες [[εὐθύς]] εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ [[ὑψοῦ]] πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., [[ὑψοῦ]] ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι [[μεγάλως]], Ἡρόδ. 9. 79· [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. [[ὑψόσε]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὑψοῡ</b> met.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> on [[high]] εἴη σέ τε τοῦτον [[ὑψοῦ]] χρόνον πατεῖν (O. 1.115) ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, [[ὅτι]] [[ὑψοῦ]] φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες (P. 10.70)
|sltr=<b>ὑψοῦ</b> met., on [[high]] εἴη σέ τε τοῦτον [[ὑψοῦ]] χρόνον πατεῖν (O. 1.115) ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, [[ὅτι]] [[ὑψοῦ]] φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες (P. 10.70)
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε ύψος, [[πάνω]], [[ψηλά]] («νῆα μὲν... ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ [[ἔργον]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> ([[πρβλ]]. [[τηλοῦ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψοῦ:''' ([[ὕψος]]), επίρρ., [[άνωθεν]], σε ύψος, σε Όμηρ.· τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]], του εδάφους υψωμένου σε μεγάλο ύψος, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[ὑψοῦ]] ἐξᾶραί τι, το [[επαινώ]] υπερβολικά, στον ίδ.· [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμόν, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὕψος]]<br />[[aloft]], on [[high]], Hom.; τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]] having the [[soil]] [[raised]] to a [[great]] [[height]], Hdt.:—metaph., [[ὑψοῦ]] ἐξᾶραί τι to [[praise]] it [[highly]], Hdt.; [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμόν Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[on high]]
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψοῦ Medium diacritics: ὑψοῦ Low diacritics: υψού Capitals: ΥΨΟΥ
Transliteration A: hypsoû Transliteration B: hypsou Transliteration C: ypsoy Beta Code: u(you=

English (LSJ)

Adv., (ὕψος)
A high, νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν = they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her Il.1.486; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὅρμισαν [νῆα] = out from the beach, Od.4.785, 8.55; τῆς πόλιος . . ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ = having the soil raised to a great height, Hdt.2.138; ὑψοῦ πατεῖν Pi.O.1.115, cf. P.10.70, B.5.18; ὑψοῦ κρέμασθαι Hermipp.55 (anap.); ὑψοῦ φέρεσθαι Anaxil.22.30.
II metaph., ἐξάρας με ὑψοῦ = having praised me highly, Hdt.9.79; ὑψοῦ αἴρειν θυμόν S.OT914. Cf. ὑψόσε.

French (Bailly abrégé)

adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος.

German (Pape)

adv., hoch, oben, in der Höhe; Il. 1.486, Od. 4.785; ὑψοῦ πατεῖν Pind. Ol. 1.115; P. 10.70; ὑψοῦ γὰρ αἴρει θυμὸν ἄγαν λύπαισι Soph. O.R. 914; Eur. Bacch. 1109; ὑψοῦ ἐξᾶραί τι, hoch erheben, Her. 9.79.

Russian (Dvoretsky)

ὑψοῦ: adv.
1 наверху, вверху Hom.;
2 в высоту, вверх Pind., Her., Eur.: ὑψοῦ ἐξᾶραί τι Her. превознести что-л.; ὑψοῦ αἴρειν θυμὸν λύπαισι Soph. принимать близко к сердцу тревоги.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψοῦ: Ἐπίρρ., (ὕψος) ὑψηλά, ἐν ὕψει, ἄνω, νῆα μέν… ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, Ὀδ. Δ. 785, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λέξ. νότιος)· τῆς πόλιος… ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ, τοῦ ἐδάφους ὑψωθέντος εἰς μέγα ὕψος, Ἡρόδ. 2. 138· ὑψοῦ πατεῖν Πινδ. Ο. 1. 184, πρβλ. Π. 10. 109· Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιπ. ἐν «Στρατιώταις» 3· «οἱ δὲ ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες εὐθύς εἰσιν ἠρμένοι, καὶ φέρονθ’ ὑψοῦ πρὸς αἴθραν» Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 30. ΙΙ. μεταφορ., ὑψοῦ ἐξᾶραί τι, ἐπαινέσαι τι μεγάλως, Ἡρόδ. 9. 79· ὑψοῦ αἴρειν θυμὸν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 914 ― Πρβλ. ὑψόσε.

English (Autenrieth)

aloft, on high; of moving a shipfar out’ in the roadstead, Od. 4.785.

English (Slater)

ὑψοῦ met., on high εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν (O. 1.115) ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες (P. 10.70)

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. σε ύψος, πάνω, ψηλά («νῆα μὲν... ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. τηλοῦ].

Greek Monotonic

ὑψοῦ: (ὕψος), επίρρ., άνωθεν, σε ύψος, σε Όμηρ.· τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ, του εδάφους υψωμένου σε μεγάλο ύψος, σε Ηρόδ.· μεταφ., ὑψοῦ ἐξᾶραί τι, το επαινώ υπερβολικά, στον ίδ.· ὑψοῦ αἴρειν θυμόν, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὕψος
aloft, on high, Hom.; τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ having the soil raised to a great height, Hdt.:—metaph., ὑψοῦ ἐξᾶραί τι to praise it highly, Hdt.; ὑψοῦ αἴρειν θυμόν Soph.

English (Woodhouse)

on high

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)