ποικιλοφόρμιγξ: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poikiloformigks | |Transliteration C=poikiloformigks | ||
|Beta Code=poikilofo/rmigc | |Beta Code=poikilofo/rmigc | ||
|Definition=ιγγος, ὁ, ἡ, | |Definition=ιγγος, ὁ, ἡ, [[accompanied by the various notes of the lyre]], ἀοιδά Pi.''O.''4.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />[[accompagné des sons variés de la lyre]].<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[φόρμιγξ]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποικιλοφόρμιγξ -ιγγος [[[ποικίλος]], [[φόρμιγξ]]] [[begeleid door gevarieerd citerspel]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποικῐλοφόρμιγξ:''' ιγγος adj. сопровождаемый переливами форминги ([[ἀοιδά]] Pind.). | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ποικῐλοφόρμιγξ</b> [[with]] [[varied]] tones of the [[lyre]] ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς (O. 4.2) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ιγγος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που συνοδεύεται από [[φόρμιγγα]] η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[φόρμιγξ]] ([[πρβλ]]. [[χρυσοφόρμιγξ]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποικῐλοφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που συνοδεύεται από ποικίλους τόνους της λύρας, σε Πίνδ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποικῐλοφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4. | |lstext='''ποικῐλοφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ποικῐλο-[[φόρμιγξ]], ιγγος, ὁ, ἡ,<br />accompanied by the [[various]] notes of the [[lyre]], Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ, accompanied by the various notes of the lyre, ἀοιδά Pi.O.4.3.
German (Pape)
[Seite 650] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
accompagné des sons variés de la lyre.
Étymologie: ποικίλος, φόρμιγξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλοφόρμιγξ -ιγγος [ποικίλος, φόρμιγξ] begeleid door gevarieerd citerspel.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλοφόρμιγξ: ιγγος adj. сопровождаемый переливами форминги (ἀοιδά Pind.).
English (Slater)
ποικῐλοφόρμιγξ with varied tones of the lyre ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς (O. 4.2)
Greek Monolingual
-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που συνοδεύεται από φόρμιγγα η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φόρμιγξ (πρβλ. χρυσοφόρμιγξ)].
Greek Monotonic
ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που συνοδεύεται από ποικίλους τόνους της λύρας, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4.
Middle Liddell
ποικῐλο-φόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,
accompanied by the various notes of the lyre, Pind.