νεόκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(CSV import)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neoktistos
|Transliteration C=neoktistos
|Beta Code=neo/ktistos
|Beta Code=neo/ktistos
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Pi. <span class="title">N.</span>9.2</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">newly founded</b> or <b class="b2">built</b>, Pi. l.c., <span class="bibl"><span class="title">P.</span>4.206</span>, <span class="bibl">Hdt.5.24</span>, <span class="bibl">Th.3.100</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>6.2.3</span>; <b class="b2">newly created</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Wi.</span>11.18</span>:—also νεό-κτῐτος, ον, <span class="bibl">B. 16.126</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>18.294</span>.</span>
|Definition=νεόκτιστον, also η, ον Pi. ''N.''9.2:—[[newly founded]] or [[newly built]], Pi. [[l.c.]], ''P.''4.206, [[Herodotus|Hdt.]]5.24, Th.3.100, Cic.''Att.''6.2.3; [[newly created]], [[LXX]] ''Wi.''11.18:—also [[νεόκτιτος]], ον, B. 16.126, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 18.294.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0242.png Seite 242]] neu gegründet, neu gebau't; νεοκτίστα Αἴτνα, Pind. N. 9, 2; βωμοῖο [[θέναρ]], P. 4, 206; [[πόλις]], Her. 5, 24; Thuc. 3, 100; Luc. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0242.png Seite 242]] neu gegründet, neu gebau't; νεοκτίστα Αἴτνα, Pind. N. 9, 2; βωμοῖο [[θέναρ]], P. 4, 206; [[πόλις]], Her. 5, 24; Thuc. 3, 100; Luc. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement bâti <i>ou</i> fondé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[κτίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεόκτιστος:''' 2, редко 3 вновь созданный, недавно построенный (βωμοῖο [[θέναρ]] Pind.; [[πόλις]] Her., Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόκτιστος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον Πίνδ. Ν. 9. 3· - ὁ νεωστὶ ἱδρυθεὶς ἢ κτισθείς, Ἡρόδ. 5. 24, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 100· οὕτω, ποιητικῶς, νεόκτῐτος, Νόνν. Δ. 18. 294.
|lstext='''νεόκτιστος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον Πίνδ. Ν. 9. 3· - ὁ νεωστὶ ἱδρυθεὶς ἢ κτισθείς, Ἡρόδ. 5. 24, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 100· οὕτω, ποιητικῶς, νεόκτῐτος, Νόνν. Δ. 18. 294.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=ος, ον :<br />nouvellement bâti <i>ou</i> fondé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[κτίζω]].
|sltr=[[νεόκτιστος]], -ον</b> [[new]] founded [[φοίνισσα]] δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο [[θέναρ]] (P. 4.206) τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. (N. 9.2)
}}
{{grml
|mltxt=και [[νιόκτιστος]] και νιόχτιστος, -η, -ο (ΑΜ [[νεόκτιστος]] και ποιητ. τ. [[νεόκτιτος]], -η, -ον)<br />αυτός ο [[οποίος]] κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που διορίστηκε πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δημιουργήθηκε πρόσφατα («ἐπιπέμψαι αὐτοῖς... νεοκτίστους... θῆρας ἀγνώστους», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόκτιστος:''' -ον και -η, -ον ([[κτίζω]]), αυτός που έχει ιδρυθεί ή χτιστεί πρόσφατα, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-κτιστος, ον [[κτίζω]]<br />[[newly]] founded or built, Hdt., Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[recens conditus]]'', [[recently founded]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.100.2/ 3.100.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκτιστος Medium diacritics: νεόκτιστος Low diacritics: νεόκτιστος Capitals: ΝΕΟΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: neóktistos Transliteration B: neoktistos Transliteration C: neoktistos Beta Code: neo/ktistos

English (LSJ)

νεόκτιστον, also η, ον Pi. N.9.2:—newly founded or newly built, Pi. l.c., P.4.206, Hdt.5.24, Th.3.100, Cic.Att.6.2.3; newly created, LXX Wi.11.18:—also νεόκτιτος, ον, B. 16.126, Nonn. D. 18.294.

German (Pape)

[Seite 242] neu gegründet, neu gebau't; νεοκτίστα Αἴτνα, Pind. N. 9, 2; βωμοῖο θέναρ, P. 4, 206; πόλις, Her. 5, 24; Thuc. 3, 100; Luc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement bâti ou fondé.
Étymologie: νέος, κτίζω.

Russian (Dvoretsky)

νεόκτιστος: 2, редко 3 вновь созданный, недавно построенный (βωμοῖο θέναρ Pind.; πόλις Her., Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόκτιστος: -ον, ὡσαύτως η, ον Πίνδ. Ν. 9. 3· - ὁ νεωστὶ ἱδρυθεὶς ἢ κτισθείς, Ἡρόδ. 5. 24, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 100· οὕτω, ποιητικῶς, νεόκτῐτος, Νόνν. Δ. 18. 294.

English (Slater)

νεόκτιστος, -ον new founded φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ (P. 4.206) τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. (N. 9.2)

Greek Monolingual

και νιόκτιστος και νιόχτιστος, -η, -ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, -η, -ον)
αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.)
μσν.
(για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε πρόσφατα
αρχ.
αυτός που δημιουργήθηκε πρόσφατα («ἐπιπέμψαι αὐτοῖς... νεοκτίστους... θῆρας ἀγνώστους», ΠΔ).

Greek Monotonic

νεόκτιστος: -ον και -η, -ον (κτίζω), αυτός που έχει ιδρυθεί ή χτιστεί πρόσφατα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

νεό-κτιστος, ον κτίζω
newly founded or built, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

recens conditus, recently founded, 3.100.2.