πιθηκισμός: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pithikismos | |Transliteration C=pithikismos | ||
|Beta Code=piqhkismo/s | |Beta Code=piqhkismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ, [[playing the ape]], [[playing monkey-tricks]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''887, M.Ant.9.37. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] ὁ, äffisches, affenhaftes Betragen, z. B. des Schmeichlers, Ar. Equ. 884 u. Sp., wie M. Ant. 9, 37, in B. A. 60 [[πανουργία]] erklärt. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[singerie]], [[cajolerie]], [[ruse]].<br />'''Étymologie:''' [[πίθηκος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πιθηκισμός -οῦ, ὁ [πιθηκίζω] [[apenstreek]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῐθηκισμός:''' ὁ [[обезьяньи штучки]], [[лукавство]] Arph. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πιθηκίζω]]<br />η [[πράξη]] του [[πιθηκίζω]], η [[μίμηση]] τών τρόπων του πιθήκου, η [[ευτελής]] [[κολακεία]], ο [[μαϊμουδισμός]] («οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[βάπτισμα]] έξω της Εκκλησίας) [[διακωμώδηση]], νόθα [[μίμηση]] του χριστιανικού βαπτίσματος. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῐθηκισμός:''' ὁ, [[αναπαράσταση]] του πιθήκου, [[μίμηση]] των τρόπων του πιθήκου, σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πῐθηκισμός''': ὁ, τὸ πιθηκίζεσθαι, μιμεῖσθαι τοὺς τρόπους τοῦ πιθήκου, ὡς ποιοῦσιν οἱ κόλακες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 37. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πῐθηκισμός, οῦ, ὁ,<br />a playing the ape, playing [[monkey]]'s tricks, Ar. [from πῐ́θηκος] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, playing the ape, playing monkey-tricks, Ar.Eq.887, M.Ant.9.37.
German (Pape)
[Seite 613] ὁ, äffisches, affenhaftes Betragen, z. B. des Schmeichlers, Ar. Equ. 884 u. Sp., wie M. Ant. 9, 37, in B. A. 60 πανουργία erklärt.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
singerie, cajolerie, ruse.
Étymologie: πίθηκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθηκισμός -οῦ, ὁ [πιθηκίζω] apenstreek.
Russian (Dvoretsky)
πῐθηκισμός: ὁ обезьяньи штучки, лукавство Arph.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πιθηκίζω
η πράξη του πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων του πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις», Αριστοφ.)
μσν.
(για βάπτισμα έξω της Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση του χριστιανικού βαπτίσματος.
Greek Monotonic
πῐθηκισμός: ὁ, αναπαράσταση του πιθήκου, μίμηση των τρόπων του πιθήκου, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθηκισμός: ὁ, τὸ πιθηκίζεσθαι, μιμεῖσθαι τοὺς τρόπους τοῦ πιθήκου, ὡς ποιοῦσιν οἱ κόλακες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 37.
Middle Liddell
πῐθηκισμός, οῦ, ὁ,
a playing the ape, playing monkey's tricks, Ar. [from πῐ́θηκος]