πλαγιασμός: Difference between revisions
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plagiasmos | |Transliteration C=plagiasmos | ||
|Beta Code=plagiasmo/s | |Beta Code=plagiasmo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[obliquity]], of the sun's course, Epicur.''Nat.''11.5.<br><span class="bld">2</span> in Obstetrics, [[oblique presentation]] of the foetus, Sor.2.60.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[deceit]], Sch.Ar.''Ra.''987 (pl.).<br><span class="bld">II</span> Gramm., [[use of oblique cases]], opp. [[ὀρθότης]], Hermog. ''Id.''1.3; [[inflection]], Sch.rec.S.''El.''365. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0623.png Seite 623]] ὁ, das in die Quere Stellen, das Schiefmachen, Schol. Ar. Ran. 987 und sonst oft bei Scholl. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾰγιασμός:''' ὁ грам. употребление косвенных падежей. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλᾰγιασμός''': ὁ, ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου, Ἐπίκουρ. 18 Orelli· μεταφορ., [[ἀπάτη]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 987, κτλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ [[χρῆσις]] τῶν πλαγίων πτώσεων. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[πλαγιάζω]]<br />(για την [[τροχιά]] του Ηλίου) [[πλάγια]] [[διεύθυνση]], [[λοξότητα]], [[πλαγιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[μαιευτική]]) η [[πλάγια]] [[εμφάνιση]] του εμβρύου<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) η [[χρήση]] τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων<br />β) [[κλίση]] ονομάτων ή ρημάτων<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απάτη]], [[δόλος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A obliquity, of the sun's course, Epicur.Nat.11.5.
2 in Obstetrics, oblique presentation of the foetus, Sor.2.60.
3 metaph., deceit, Sch.Ar.Ra.987 (pl.).
II Gramm., use of oblique cases, opp. ὀρθότης, Hermog. Id.1.3; inflection, Sch.rec.S.El.365.
German (Pape)
[Seite 623] ὁ, das in die Quere Stellen, das Schiefmachen, Schol. Ar. Ran. 987 und sonst oft bei Scholl.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰγιασμός: ὁ грам. употребление косвенных падежей.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιασμός: ὁ, ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου, Ἐπίκουρ. 18 Orelli· μεταφορ., ἀπάτη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 987, κτλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ χρῆσις τῶν πλαγίων πτώσεων.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ πλαγιάζω
(για την τροχιά του Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα
αρχ.
1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση του εμβρύου
2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων
β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων
3. μτφ. απάτη, δόλος.