Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλατάνιστος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=platanistos
|Transliteration C=platanistos
|Beta Code=plata/nistos
|Beta Code=plata/nistos
|Definition=ἡ, earlier name for <b class="b3">πλάτανος</b>, <span class="bibl">Il.2.307</span>, <span class="bibl">310</span>, <span class="bibl">Hdt.5.119</span>, <span class="bibl">7.27</span>,<span class="bibl">31</span>, <span class="bibl">Theoc.18.44</span>, al.
|Definition=ἡ, earlier name for [[πλάτανος]], Il.2.307, 310, [[Herodotus|Hdt.]]5.119, 7.27,31, Theoc.18.44, al.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0626.png Seite 626]] ἡ, = [[πλάτανος]]; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πλάτανος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλατάνιστος -ου, ἡ [~ πλατύς] [[plataan]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰτάνιστος:''' (τᾰ) ἡ Hom., Her. = [[πλάτανος]].
}}
{{ls
|lstext='''πλᾰτάνιστος''': ἡ, ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[plane]]-[[tree]], [[not]] [[unlike]] [[our]] [[maple]], Il. 2.307.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως αρχαιότερη [[ονομασία]]) ο [[πλάτανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πλάτανος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτάνιστος:''' ἡ, = [[πλάτανος]] (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰτάνιστος, ἡ, = [[πλάτανος]], [[quod vide|q.v.]], Il., Hdt.]
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰνιστος Medium diacritics: πλατάνιστος Low diacritics: πλατάνιστος Capitals: ΠΛΑΤΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: platánistos Transliteration B: platanistos Transliteration C: platanistos Beta Code: plata/nistos

English (LSJ)

ἡ, earlier name for πλάτανος, Il.2.307, 310, Hdt.5.119, 7.27,31, Theoc.18.44, al.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, = πλάτανος; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
c. πλάτανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατάνιστος -ου, ἡ [~ πλατύς] plataan.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτάνιστος: (τᾰ) ἡ Hom., Her. = πλάτανος.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάνιστος: ἡ, ἀρχαιότερον ὄνομα τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.

English (Autenrieth)

plane-tree, not unlike our maple, Il. 2.307.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως αρχαιότερη ονομασία) ο πλάτανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλάτανος.

Greek Monotonic

πλᾰτάνιστος: ἡ, = πλάτανος (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

πλᾰτάνιστος, ἡ, = πλάτανος, q.v., Il., Hdt.]