ἀναγωγός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(big3_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anagogos
|Transliteration C=anagogos
|Beta Code=a)nagwgo/s
|Beta Code=a)nagwgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bringing up, eliciting</b>, πτυάλου <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">raising</b> or <b class="b2">conveying up</b>, ἡ διὰ τοῦ πυρὸς προσαγωγὴ τῶν θυσιῶν ἀ. ἐπὶ τὸ οὐράνιον πῦρ <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>5.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> <b class="b2">uplifting the soul, elevating</b>, θεός <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>5.173c</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>2.6</span>, <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Metaph.</span>14.36</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>158</span>; σωτηρία <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>232</span>; ἀ. τοῦ τρίτου εἰς τὸ πρῶτον <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>75</span>.</span>
|Definition=ἀναγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[bringing up]], [[eliciting]], πτυάλου Hp.''Acut.''58.<br><span class="bld">2</span> [[raising up]] or [[conveying up]], ἡ διὰ τοῦ πυρὸς προσαγωγὴ τῶν θυσιῶν ἀ. ἐπὶ τὸ οὐράνιον πῦρ Iamb.''Myst.''5.11.<br><span class="bld">b</span> [[uplifting the soul]], [[elevating]], θεός Jul.''Or.''5.173c, cf. Iamb.''Myst.''2.6, Syrian. ''in Metaph.''14.36, Procl.''Inst.''158; σωτηρία Dam.''Isid.''232; ἀ. τοῦ τρίτου εἰς τὸ πρῶτον Id.''Pr.''75.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[no conducido]], [[alejado de]] διδάσκοντες ὧν ἀπέχεσθαι προσήκει καὶ ἀναγωγὸν εἶναι τὴν παρθένον Meth.<i>Symp</i>.5.5.<br />-όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[que expulsa]], [[expectorante]] πτυάλου Hp.<i>Acut</i>.58.<br /><b class="num">2</b> [[que hace ascender]] ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ Iambl.<i>Myst</i>.5.11, ἐπὶ τὸ νοητόν Procl.<i>in Cra</i>.111.8<br /><b class="num">•</b>[[que eleva el alma]], [[espiritual]] θεός Iul.<i>Or</i>.8.173c, Iambl.<i>Myst</i>.8.8, ζωή Procl.<i>Phil.Chal</i>.1, σωτηρία Dam.<i>Isid</i>.232, φάη Synes.<i>Hymn</i>.1.377<br /><b class="num">•</b>τὴν ἄχραντον (ἰδιότητα) καὶ τὴν κόσμιον καὶ τὴν ἀ. Procl.<i>in Cra</i>.105.20, cf. τὸ ἀ. lo que eleva (al alma)</i>, Procl.<i>Inst</i>.158.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἀναγωγός''': -όν, ὁ ἀνάγων πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζων, πτυέλου Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 392. 2) ὁ ἀποκαθιστῶν, ἀποδίδων, Ἰαμβλ. Μυστ. 2. 6, ἐξεγείρων, ὁ ἀνυψῶν, [[ὑπέροχος]], ζωὴ Ἐκκλ.
|lstext='''ἀναγωγός''': -όν, ὁ ἀνάγων πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζων, πτυέλου Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 392. 2) ὁ ἀποκαθιστῶν, ἀποδίδων, Ἰαμβλ. Μυστ. 2. 6, ἐξεγείρων, ὁ ἀνυψῶν, [[ὑπέροχος]], ζωὴ Ἐκκλ.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-όν<br />[[no conducido]], [[alejado de]] διδάσκοντες ὧν ἀπέχεσθαι προσήκει καὶ ἀναγωγὸν εἶναι τὴν παρθένον Meth.<i>Symp</i>.5.5.<br />-όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[que expulsa]], [[expectorante]] πτυάλου Hp.<i>Acut</i>.58.<br /><b class="num">2</b> [[que hace ascender]] ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ Iambl.<i>Myst</i>.5.11, ἐπὶ τὸ νοητόν Procl.<i>in Cra</i>.111.8<br /><b class="num"></b>[[que eleva el alma]], [[espiritual]] θεός Iul.<i>Or</i>.8.173c, Iambl.<i>Myst</i>.8.8, ζωή Procl.<i>Phil.Chal</i>.1, σωτηρία Dam.<i>Isid</i>.232, φάη Synes.<i>Hymn</i>.1.377<br /><b class="num"></b>τὴν ἄχραντον (ἰδιότητα) καὶ τὴν κόσμιον καὶ τὴν ἀ. Procl.<i>in Cra</i>.105.20, cf. τὸ ἀ. lo que eleva (al alma)</i>, Procl.<i>Inst</i>.158.
|mltxt=[[ἀναγωγός]], -όν (ΑΜ) [[ἀνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί, που κινεί [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]], που ανεβάζει<br /><b>2.</b> αυτός που εξυψώνει ηθικά, που μεταρσιώνει.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάγωγος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[αγωγή]], καλή [[ανατροφή]], [[αγενής]], [[κακοαναθρεμμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται [[αναγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακόγουστος, [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> [[αμαθής]], [[αμόρφωτος]]<br /><b>3.</b> [[έκλυτος]], [[ακόλαστος]]<br /><b>4.</b> (για άλογα και σκύλους) [[ατίθασος]], [[αδάμαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναγωγία]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγωγός Medium diacritics: ἀναγωγός Low diacritics: αναγωγός Capitals: ΑΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: anagōgós Transliteration B: anagōgos Transliteration C: anagogos Beta Code: a)nagwgo/s

English (LSJ)

ἀναγωγόν,
A bringing up, eliciting, πτυάλου Hp.Acut.58.
2 raising up or conveying up, ἡ διὰ τοῦ πυρὸς προσαγωγὴ τῶν θυσιῶν ἀ. ἐπὶ τὸ οὐράνιον πῦρ Iamb.Myst.5.11.
b uplifting the soul, elevating, θεός Jul.Or.5.173c, cf. Iamb.Myst.2.6, Syrian. in Metaph.14.36, Procl.Inst.158; σωτηρία Dam.Isid.232; ἀ. τοῦ τρίτου εἰς τὸ πρῶτον Id.Pr.75.

Spanish (DGE)

-όν
no conducido, alejado de διδάσκοντες ὧν ἀπέχεσθαι προσήκει καὶ ἀναγωγὸν εἶναι τὴν παρθένον Meth.Symp.5.5.
-όν
1 medic. que expulsa, expectorante πτυάλου Hp.Acut.58.
2 que hace ascender ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ Iambl.Myst.5.11, ἐπὶ τὸ νοητόν Procl.in Cra.111.8
que eleva el alma, espiritual θεός Iul.Or.8.173c, Iambl.Myst.8.8, ζωή Procl.Phil.Chal.1, σωτηρία Dam.Isid.232, φάη Synes.Hymn.1.377
τὴν ἄχραντον (ἰδιότητα) καὶ τὴν κόσμιον καὶ τὴν ἀ. Procl.in Cra.105.20, cf. τὸ ἀ. lo que eleva (al alma), Procl.Inst.158.

German (Pape)

[Seite 185] (ἀνάγω), dasselbe, bes. in phys. Beziehung, hinaufführend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγωγός: -όν, ὁ ἀνάγων πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζων, πτυέλου Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 392. 2) ὁ ἀποκαθιστῶν, ἀποδίδων, Ἰαμβλ. Μυστ. 2. 6, ἐξεγείρων, ὁ ἀνυψῶν, ὑπέροχος, ζωὴ Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀναγωγός, -όν (ΑΜ) ἀνάγω
1. αυτός που οδηγεί, που κινεί κάτι προς τα επάνω, που ανεβάζει
2. αυτός που εξυψώνει ηθικά, που μεταρσιώνει.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάγωγος, -ον)
αυτός που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή, αγενής, κακοαναθρεμμένος
νεοελλ.
(στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται αναγωγή
αρχ.
1. κακόγουστος, άσχημος
2. αμαθής, αμόρφωτος
3. έκλυτος, ακόλαστος
4. (για άλογα και σκύλους) ατίθασος, αδάμαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀγωγή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναγωγία].