προέλκω: Difference between revisions
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proelko | |Transliteration C=proelko | ||
|Beta Code=proe/lkw | |Beta Code=proe/lkw | ||
|Definition= | |Definition=[[draw]], [[drag forth]], Ael.''VH''4.15: metaph., [[lead on]], [[entice]], τὸ μειράκιον εἰς πότον J.''AJ''15.3.3:—Med., <b class="b3">προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα</b> [[having drawn]] it [[over his head]], Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''245: metaph., [[lead on]], <b class="b3">τοὺς κυνηγέτας π. οἱ κύνες</b> ib.7. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0719.png Seite 719]] (s. [[ἕλκω]]), vorziehen, Ael. V. H. 4, 15. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προέλκω''': μέλλ. -ελκύσω [ῠ], [[ἕλκω]], [[σύρω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4, 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 3. ― Μέσ., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα, «τὴν κεφαλὴν κρυψάμενον» Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 245. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[μεθορμίζω]] ή [[προσορμίζω]] [[πλοίο]] τραβώντας [[σχοινιά]] δεμένα στην [[ξηρά]] ή σε άλλα αγκυροβολημένα πλοία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τραβώ]], [[σύρω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[προς]] τα έξω<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρασύρω]], [[παρακινώ]] με τεχνάσματα. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-έλκω en προ-ελκύω naar buiten slepen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
draw, drag forth, Ael.VH4.15: metaph., lead on, entice, τὸ μειράκιον εἰς πότον J.AJ15.3.3:—Med., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα having drawn it over his head, Sch.S.Aj.245: metaph., lead on, τοὺς κυνηγέτας π. οἱ κύνες ib.7.
German (Pape)
[Seite 719] (s. ἕλκω), vorziehen, Ael. V. H. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
προέλκω: μέλλ. -ελκύσω [ῠ], ἕλκω, σύρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4, 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 3. ― Μέσ., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα, «τὴν κεφαλὴν κρυψάμενον» Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 245.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. μεθορμίζω ή προσορμίζω πλοίο τραβώντας σχοινιά δεμένα στην ξηρά ή σε άλλα αγκυροβολημένα πλοία
μσν.-αρχ.
τραβώ, σύρω προς τα εμπρός ή προς τα έξω
αρχ.
παρασύρω, παρακινώ με τεχνάσματα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-έλκω en προ-ελκύω naar buiten slepen.