δυσέργαστος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(big3_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysergastos | |Transliteration C=dysergastos | ||
|Beta Code=duse/rgastos | |Beta Code=duse/rgastos | ||
|Definition=ον | |Definition=δυσέργαστον, [[difficult to construct]], χώματα J.''BJ''5.9.2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de cualidades [[de difícil elaboración]], [[que tarda en hacerse]] ἡ ψυχρότης καὶ τὸ πλῆθος δυσέργαστον en los frutos, Thphr.<i>CP</i> 1.17.7<br /><b class="num">•</b>de cosa [[difícil de construir]] c. dat. de pers. τὰ χώματα τοῖς Ῥωμαίοις ἐποίουν δυσέργαστα I.<i>BI</i> 5.360.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[reacio al trabajo]], [[mal dispuesto a trabajar]] Cyr.Al.M.71.1052A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''δυσέργαστος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], ὀκνηροὶ ἦσαν καὶ δυσέργαστοι Κύριλλ. | |lstext='''δυσέργαστος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], ὀκνηροὶ ἦσαν καὶ δυσέργαστοι Κύριλλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (AM [[δυσέργαστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα δέχεται [[επεξεργασία]] («δυσέργαστον [[ξύλον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> αυτός που δύσκολα εργάζεται, ο [[τεμπέλης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσέργαστον, difficult to construct, χώματα J.BJ5.9.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 de cualidades de difícil elaboración, que tarda en hacerse ἡ ψυχρότης καὶ τὸ πλῆθος δυσέργαστον en los frutos, Thphr.CP 1.17.7
•de cosa difícil de construir c. dat. de pers. τὰ χώματα τοῖς Ῥωμαίοις ἐποίουν δυσέργαστα I.BI 5.360.
2 de pers. reacio al trabajo, mal dispuesto a trabajar Cyr.Al.M.71.1052A.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu thun, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέργαστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, ὀκνηροὶ ἦσαν καὶ δυσέργαστοι Κύριλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσέργαστος, -ον)
αυτός που δύσκολα δέχεται επεξεργασία («δυσέργαστον ξύλον»)
αρχ.
ενεργ. αυτός που δύσκολα εργάζεται, ο τεμπέλης.