ἀνεπόπτευτος: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepopteftos | |Transliteration C=anepopteftos | ||
|Beta Code=a)nepo/pteutos | |Beta Code=a)nepo/pteutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπόπτευτον, [[uninitiated]], not [[admit]]ted among the [[ἐπόπτης|ἐπόπται]], Hyp.''Fr.''174, cf. Poll.8.124. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no ha sido admitido a la ἐποπτεία]] (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.<i>Fr</i>.174, cf. Poll.8.124. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] der nicht [[ἐπόπτης]] geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνεπόπτευτος''': -ον, ὁ μὴ γινόμενος [[ἐπόπτης]], ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπόπτευτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν ασκείται [[εποπτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός ο [[οποίος]] δεν έγινε [[δεκτός]] [[ανάμεσα]] στους επόπτες, τους μύστες των Ελευσίνιων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεπόπτευτον, uninitiated, not admitted among the ἐπόπται, Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.
Spanish (DGE)
-ον
que no ha sido admitido a la ἐποπτεία (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.
German (Pape)
[Seite 225] der nicht ἐπόπτης geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπόπτευτος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐπόπτης, ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπόπτευτος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος στον οποίο δεν ασκείται εποπτεία
αρχ.
αυτός ο οποίος δεν έγινε δεκτός ανάμεσα στους επόπτες, τους μύστες των Ελευσίνιων.