ἐγερτικός: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(big3_13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egertikos | |Transliteration C=egertikos | ||
|Beta Code=e)gertiko/s | |Beta Code=e)gertiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐγερτική, ἐγερτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[waking]], [[stirring]], νοήσεως [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 523e, 524d.<br><span class="bld">II</span> in Gramm., [[enclitic]], because changing the grave accent of the preceding word into the acute, ἐ. ἐπίρρημα ''AB''1147. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que despierta]], [[despertador]] fig. [[que excita]], [[que estimula]] ref. a capacidades intelectuales, c. gen. obj. νοήσεως Pl.<i>R</i>.523e, cf. 524d, κέντρον ... ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ φρονήματος de la música, Plu.2.238a, cf. <i>Lyc</i>.21, πνεῦμα μανίας ... ἐ. Plu.2.291a, c. otras constr. οἱ λόγοι μεταδόσεις εἰσίν ... ἐγερτικαὶ δὲ εἰς τὰς τῶν βίων προβολάς Procl.<i>in R</i>.2.256, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι ... lo más estimulante para el desprecio de la muerte es que ...</i> M.Ant.12.34<br /><b class="num">•</b>medic. [[estimulante]] de ciertas plantas ἐγερτικὴν ἔχει δύναμιν ἐπὶ ληθαργικῶν Dsc.<i>Eup</i>.1.14, οἱ ἑφθοὶ πυροὶ πρὸς συνουσίαν ἐγερτικοί Sch.Ar.<i>Au</i>.565.α, de ciertas potencias Στίλβων πνευμάτων ἐ. Estilbón (el planeta Mercurio) es el que excita los vientos</i> Posidon.<i>in Ti</i>.B 9, ἡ δὲ τοῦ χρόνου κίνησις ... ἐγερτικὴ τῶν κατὰ φύσιν ὅλων κινήσεων Procl.<i>in Ti</i>.3.30.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que confiere un acento tónico]], e.e. [[que levanta el tono]] de la sílaba átona o grave para convertirlo en agudo ἐξ ἐπιρρημάτων δὲ ἐγερτικά ἐστι τὰ ἐκ πεύσεως ἀοριστούμενα Hdn.Gr.1.560. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0703.png Seite 703]] erweckend, ermunternd; νοήσεως Plat. Rep. VII, 524 d; Sp., wie Plut. Lys. 21, θυμοῦ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0703.png Seite 703]] erweckend, ermunternd; νοήσεως Plat. Rep. VII, 524 d; Sp., wie Plut. Lys. 21, θυμοῦ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à éveiller, qui excite, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐγείρω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγερτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[возбуждающий]] (νοήσεως Plat.; θυμοῦ Plut.);<br /><b class="num">2</b> грам. [[превращающий тупое ударение]] (предшествующего слога) в острое, т. е. энклитический: τὰ ἐγερτικά энклитики, энклитические слова. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγερτικός''': -ή, -όν, ὁ διεγείρων, συντελῶν πρὸς διέγερσιν, τινος Πλάτ. Πολ. 523Ε, 524D. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἐγερτικὰ καλοῦνται τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ὁποῖα μεταβάλλουσι τὴν βαρεῖαν τῆς προηγουμένης λέξεως εἰς ὀξεῖαν, Α. Β. 1147. | |lstext='''ἐγερτικός''': -ή, -όν, ὁ διεγείρων, συντελῶν πρὸς διέγερσιν, τινος Πλάτ. Πολ. 523Ε, 524D. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἐγερτικὰ καλοῦνται τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ὁποῖα μεταβάλλουσι τὴν βαρεῖαν τῆς προηγουμένης λέξεως εἰς ὀξεῖαν, Α. Β. 1147. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγερτικός]], -ή, -όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη [[διέγερση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἐγερτικά</i><br />τα εγκλιτικά, [[επειδή]] μεταβάλλουν τη [[βαρεία]] της προηγούμενης λέξης σε [[οξεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγερτικός:''' -ή, -όν ([[ἐγείρω]]), αυτός που ξυπνά, που προκαλεί [[διέγερση]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐγερτικός]], ή, όν [[ἐγείρω]]<br />[[waking]], [[stirring]], τινος Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[provocative of]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐγερτική, ἐγερτικόν,
A waking, stirring, νοήσεως Pl.R. 523e, 524d.
II in Gramm., enclitic, because changing the grave accent of the preceding word into the acute, ἐ. ἐπίρρημα AB1147.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que despierta, despertador fig. que excita, que estimula ref. a capacidades intelectuales, c. gen. obj. νοήσεως Pl.R.523e, cf. 524d, κέντρον ... ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ φρονήματος de la música, Plu.2.238a, cf. Lyc.21, πνεῦμα μανίας ... ἐ. Plu.2.291a, c. otras constr. οἱ λόγοι μεταδόσεις εἰσίν ... ἐγερτικαὶ δὲ εἰς τὰς τῶν βίων προβολάς Procl.in R.2.256, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι ... lo más estimulante para el desprecio de la muerte es que ... M.Ant.12.34
•medic. estimulante de ciertas plantas ἐγερτικὴν ἔχει δύναμιν ἐπὶ ληθαργικῶν Dsc.Eup.1.14, οἱ ἑφθοὶ πυροὶ πρὸς συνουσίαν ἐγερτικοί Sch.Ar.Au.565.α, de ciertas potencias Στίλβων πνευμάτων ἐ. Estilbón (el planeta Mercurio) es el que excita los vientos Posidon.in Ti.B 9, ἡ δὲ τοῦ χρόνου κίνησις ... ἐγερτικὴ τῶν κατὰ φύσιν ὅλων κινήσεων Procl.in Ti.3.30.
2 gram. que confiere un acento tónico, e.e. que levanta el tono de la sílaba átona o grave para convertirlo en agudo ἐξ ἐπιρρημάτων δὲ ἐγερτικά ἐστι τὰ ἐκ πεύσεως ἀοριστούμενα Hdn.Gr.1.560.
German (Pape)
[Seite 703] erweckend, ermunternd; νοήσεως Plat. Rep. VII, 524 d; Sp., wie Plut. Lys. 21, θυμοῦ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à éveiller, qui excite, gén..
Étymologie: ἐγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγερτικός:
1 возбуждающий (νοήσεως Plat.; θυμοῦ Plut.);
2 грам. превращающий тупое ударение (предшествующего слога) в острое, т. е. энклитический: τὰ ἐγερτικά энклитики, энклитические слова.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερτικός: -ή, -όν, ὁ διεγείρων, συντελῶν πρὸς διέγερσιν, τινος Πλάτ. Πολ. 523Ε, 524D. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἐγερτικὰ καλοῦνται τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ὁποῖα μεταβάλλουσι τὴν βαρεῖαν τῆς προηγουμένης λέξεως εἰς ὀξεῖαν, Α. Β. 1147.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐγερτικός, -ή, -όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση
αρχ.
ἐγερτικά
τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία της προηγούμενης λέξης σε οξεία.
Greek Monotonic
ἐγερτικός: -ή, -όν (ἐγείρω), αυτός που ξυπνά, που προκαλεί διέγερση, τινος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐγερτικός, ή, όν ἐγείρω
waking, stirring, τινος Plat.