προσαναπαύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosanapayo
|Transliteration C=prosanapayo
|Beta Code=prosanapau/w
|Beta Code=prosanapau/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cause to rest also</b> or <b class="b2">beside</b>, τὴν δύναμιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας <span class="bibl">Plb.4.73.3</span>; τὴν χεῖρα τῇ γαστρί τινος <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 20.2.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med. or Pass., <b class="b2">sleep beside</b>, τῇ γυναικί Nicostr. ap. Stob. 4.23.65. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">rest by leaning upon</b>, δένδροις <span class="bibl">Str.16.4.10</span>; τοῖς θυρεοῖς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>28</span>; <b class="b2">rest upon</b>, <span class="bibl">Sor.1.7</span>,<span class="bibl">100</span>; of a shipwrecked sailor, <b class="b2">cling to</b> a plank, Favorin.in <span class="title">PVat.</span>11.23.36. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of words in a sentence, <b class="b2">to be otiose</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>40</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">rely on</b>, <b class="b3">τεχνίῳ, τέχνῃ</b>, <span class="bibl">M.Ant.4.31</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>11.178</span>; τινι <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>6.14.3</span>, <span class="bibl">Marcellin.<span class="title">Puls.</span>227</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> <b class="b2">find relief in the society of</b>, [<b class="b3">φίλῳ</b>] <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.13.2</span>; also, <b class="b2">find rest in</b>, τῇ σοφίᾳ <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>8.16</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[cause to rest also]] or [[beside]], τὴν δύναμιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας Plb.4.73.3; τὴν χεῖρα τῇ γαστρί τινος J.''AJ'' 20.2.1.<br><span class="bld">II</span> Med. or Pass., [[sleep beside]], τῇ γυναικί Nicostr. ap. Stob. 4.23.65.<br><span class="bld">2</span> [[rest by leaning upon]], δένδροις Str.16.4.10; τοῖς θυρεοῖς Plu.''Sull.''28; [[rest upon]], Sor.1.7,100; of a shipwrecked sailor, [[cling to]] a plank, Favorin.in ''PVat.''11.23.36.<br><span class="bld">3</span> of words in a sentence, to [[be otiose]], D.H.''Dem.''40.<br><span class="bld">4</span> [[rely on]], [[τεχνίῳ]], [[τέχνῃ]], M.Ant.4.31, S.E.''M.''11.178; τινι J.''AJ''6.14.3, Marcellin.''Puls.''227.<br><span class="bld">5</span> [[find relief in the society of]], ([[φίλῳ]]) Arr.''Epict.''3.13.2; also, [[find rest in]], τῇ σοφίᾳ [[LXX]] ''Wi.''8.16.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0749.png Seite 749]] (s. [[παύω]]), dabei, daran ruhen lassen, Pol. 4, 73, 3; med., dabei, daran ruhen, Sp., wie Plut. Sull. 28.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-αναπαύω, med. rusten:. προσαναπαύεσθαι χαμᾶζε op de grond uitrusten Plut. Sull. 28.10.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαναπαύω:''' [[давать роздых]] (τὴν δύναμιν Polyb.): προσαναπαυόμενος [[χαμᾶζε]] Plut. отдыхающий (спящий) на земле.
}}
{{ls
|lstext='''προσαναπαύω''': [[κάμνω]] [[προσέτι]] νὰ ἀναπαυθῇ τι, ἅμα δὲ καὶ τὴν λοιπὴν προσαναπαύσας δύναμιν ἐπὶ [[τρεῖς]] ἡμέρας Πολύβ. 4. 73, 3, κτλ. ΙΙ. Μέσ., ἢ παθ., ἀναπαύομαι, κοιμῶμαι πλησίον, τῇ γυναικὶ Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 447. 41· τοῖς θυρεοῖς Πλουτ. Σύλλ. 28. 2) ἐπὶ λέξεων ἐντὸς προτάσεως ἢ περιόδου, οὔτ’ ἀναγκαίων [[οὔτε]] χρησίμων [[ἴσως]], ἀλλὰ δεσμοῦ τινος [[χάριν]] κειμένων πλησίον ἄλλων λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. 3) συναινῶ, [[συγκατανεύω]] εἴς τι, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 3, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 4. 31.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀναπαύω]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[έτσι]] ώστε να αναπαυθεί [[κανείς]] παρόμοια ή επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> (το μέσ. ή παθ.) <i>προσαναπαύομαι</i><br />α) αναπαύομαι ή [[κοιμάμαι]] [[κοντά]] σε κάποιον<br />β) αναπαύομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ προσαναπαυομένους χαμᾱζε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) αναπαύομαι στηριζόμενος σε [[κάτι]] («σημειωσάμενοι τὰ δένδρα οἷς εἰώθασι προσαναπαύεσθαι [οἱ ἐλέφαντες]», <b>Στράβ.</b>)<br />δ) (για ναύτη σε [[ναυάγιο]]) προσκολλώμαι σε [[σανίδα]]<br />ε) (για λέξεις [[μέσα]] σε [[πρόταση]] ή σε περίοδο) [[είμαι]] [[άχρηστος]], [[περιττός]]<br />στ) έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον<br />ζ) [[βρίσκω]] [[παρηγοριά]] ή [[ανακούφιση]] στη [[συναναστροφή]] με κάποιον<br />η) [[βρίσκω]] [[ανάπαυση]] ή [[ησυχία]] σε [[κάτι]] («εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αύτῇ [τῇ σοφίᾳ]», ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναπαύω Medium diacritics: προσαναπαύω Low diacritics: προσαναπαύω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΠΑΥΩ
Transliteration A: prosanapaúō Transliteration B: prosanapauō Transliteration C: prosanapayo Beta Code: prosanapau/w

English (LSJ)

A cause to rest also or beside, τὴν δύναμιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας Plb.4.73.3; τὴν χεῖρα τῇ γαστρί τινος J.AJ 20.2.1.
II Med. or Pass., sleep beside, τῇ γυναικί Nicostr. ap. Stob. 4.23.65.
2 rest by leaning upon, δένδροις Str.16.4.10; τοῖς θυρεοῖς Plu.Sull.28; rest upon, Sor.1.7,100; of a shipwrecked sailor, cling to a plank, Favorin.in PVat.11.23.36.
3 of words in a sentence, to be otiose, D.H.Dem.40.
4 rely on, τεχνίῳ, τέχνῃ, M.Ant.4.31, S.E.M.11.178; τινι J.AJ6.14.3, Marcellin.Puls.227.
5 find relief in the society of, (φίλῳ) Arr.Epict.3.13.2; also, find rest in, τῇ σοφίᾳ LXX Wi.8.16.

German (Pape)

[Seite 749] (s. παύω), dabei, daran ruhen lassen, Pol. 4, 73, 3; med., dabei, daran ruhen, Sp., wie Plut. Sull. 28.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αναπαύω, med. rusten:. προσαναπαύεσθαι χαμᾶζε op de grond uitrusten Plut. Sull. 28.10.

Russian (Dvoretsky)

προσαναπαύω: давать роздых (τὴν δύναμιν Polyb.): προσαναπαυόμενος χαμᾶζε Plut. отдыхающий (спящий) на земле.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναπαύω: κάμνω προσέτι νὰ ἀναπαυθῇ τι, ἅμα δὲ καὶ τὴν λοιπὴν προσαναπαύσας δύναμιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας Πολύβ. 4. 73, 3, κτλ. ΙΙ. Μέσ., ἢ παθ., ἀναπαύομαι, κοιμῶμαι πλησίον, τῇ γυναικὶ Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 447. 41· τοῖς θυρεοῖς Πλουτ. Σύλλ. 28. 2) ἐπὶ λέξεων ἐντὸς προτάσεως ἢ περιόδου, οὔτ’ ἀναγκαίων οὔτε χρησίμων ἴσως, ἀλλὰ δεσμοῦ τινος χάριν κειμένων πλησίον ἄλλων λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. 3) συναινῶ, συγκατανεύω εἴς τι, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 3, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 4. 31.

Greek Monolingual

Α ἀναπαύω
1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον
2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι
α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον
β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ προσαναπαυομένους χαμᾱζε», Πλούτ.)
γ) αναπαύομαι στηριζόμενος σε κάτι («σημειωσάμενοι τὰ δένδρα οἷς εἰώθασι προσαναπαύεσθαι [οἱ ἐλέφαντες]», Στράβ.)
δ) (για ναύτη σε ναυάγιο) προσκολλώμαι σε σανίδα
ε) (για λέξεις μέσα σε πρόταση ή σε περίοδο) είμαι άχρηστος, περιττός
στ) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
ζ) βρίσκω παρηγοριά ή ανακούφιση στη συναναστροφή με κάποιον
η) βρίσκω ανάπαυση ή ησυχία σε κάτι («εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αύτῇ [τῇ σοφίᾳ]», ΠΔ).