σίγα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
(11)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=siga
|Transliteration C=siga
|Beta Code=si/ga
|Beta Code=si/ga
|Definition=imper. of <b class="b3">σιγάω</b> (q. v.):—σιγά, Dor. for <b class="b3">σιγή</b>.
|Definition=imper. of [[σιγάω]] ([[quod vide|q.v.]]):—σιγά, Dor. for [[σιγή]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impér. prés. de</i> [[σιγάω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», <b>Σοφ.</b>)<br />β) με σιγανή [[φωνή]], ψιθυριστά («σῖγα σήμαινε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επιφών.) [[σιωπή]]!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. <i>σι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σίττα]] «[[επιφώνημα]] τών βοσκών», <i>σιωπῶ</i>) και επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> ([[πρβλ]]. [[σάφα]], [[τάχα]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[ῥίγα]]<br /><i>σιώπα</i>», μέσω μιας διόρθωσης του [[ῥίγα]] σε <i>Fίγα</i>, [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sw</i><i>ī</i>-<i>g</i>- «[[φθίνω]], [[σωπαίνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>sw</i><i>ī</i><i>gen</i>, γερμ. <i>schweigen</i>, γοτθ. <i>sweiban</i>), αν και η [[εναλλαγή]] <i>sw</i>- / <i>σ</i>-παραμένει δυσερμήνευτη. Χαρακτηριστικό [[είναι]], εξάλλου, ότι [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το επίρρ. [[σῖγα]], από το οποίο σχηματίστηκαν αφ' ενός το ρ. <i>σιγῶ</i> μέσω της προστ. [[σίγα]], αφ' ετέρου η λ. [[σιγή]] μέσω του δοτικοφανούς επιρρ. [[σιγᾷ]] / -<i>ῇ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σίγα:'''<b class="num">I.</b> προστ. του [[σιγάω]]. II. [[σιγά]], Δωρ. αντί [[σιγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''σίγᾱ:''' (ῑ) 2 л. sing. imper. praes. к [[σιγάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σίγα imperat. praes. 2 sing. van σιγάω.
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίγα Medium diacritics: σίγα Low diacritics: σίγα Capitals: ΣΙΓΑ
Transliteration A: síga Transliteration B: siga Transliteration C: siga Beta Code: si/ga

English (LSJ)

imper. of σιγάω (q.v.):—σιγά, Dor. for σιγή.

French (Bailly abrégé)

impér. prés. de σιγάω.

Greek Monolingual

Α
1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.)
β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῖγα σήμαινε», Σοφ.)
2. (ως επιφών.) σιωπή!
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι- (πρβλ. σίττα «επιφώνημα τών βοσκών», σιωπῶ) και επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. σάφα, τάχα). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «ῥίγα
σιώπα», μέσω μιας διόρθωσης του ῥίγα σε Fίγα, οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα swī-g- «φθίνω, σωπαίνω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. swīgen, γερμ. schweigen, γοτθ. sweiban), αν και η εναλλαγή sw- / σ-παραμένει δυσερμήνευτη. Χαρακτηριστικό είναι, εξάλλου, ότι αρχικός τ. είναι το επίρρ. σῖγα, από το οποίο σχηματίστηκαν αφ' ενός το ρ. σιγῶ μέσω της προστ. σίγα, αφ' ετέρου η λ. σιγή μέσω του δοτικοφανούς επιρρ. σιγᾷ / -].

Greek Monotonic

σίγα:I. προστ. του σιγάω. II. σιγά, Δωρ. αντί σιγή.

Russian (Dvoretsky)

σίγᾱ: (ῑ) 2 л. sing. imper. praes. к σιγάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίγα imperat. praes. 2 sing. van σιγάω.