irreprochable: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(2) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀνυπαίτιος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἄληπτος]], [[ἄβακτος]], [[ἄμυμος]], [[ἀνέλεγχος]], [[διάμεμπτος]], [[ἀπαράγραπτος]], [[ἀμύμων]], [[ἀμεμφής]], [[ἄψεκτος]], [[ἀψεγής]], [[ἄμεμπτος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέγκλητος]], [[ἄψογος]], [[ἀνονείδιστος]], [[ἀνεπίφθονος]], [[ἄμομφος]], [[ἀνεπίπληκτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀδιάβολος]], [[ἀκατάγνωστος]], [[ἀνεπιτίμητος]], [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνέλεγκτος]], [[ἀκατηγόρητος]], [[ἀνεπίληπτος]], [[ἀνεύθυνος]], [[ἀκακέμφατος]] | |sltx=[[ἀνυπαίτιος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἄληπτος]], [[ἄβακτος]], [[ἄβυκτος]], [[ἄμυμος]], [[ἀνέλεγχος]], [[διάμεμπτος]], [[ἀπαράγραπτος]], [[ἀμύμων]], [[ἀμεμφής]], [[ἀμεμφῶς]], [[ἀμεμφέως]], [[ἄψεκτος]], [[ἀψεγής]], [[ἄμεμπτος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέγκλητος]], [[ἄψογος]], [[ἀνονείδιστος]], [[ἀνεπίφθονος]], [[ἄμομφος]], [[ἀνεπίπληκτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀδιάβολος]], [[ἀκατάγνωστος]], [[ἀνεπιτίμητος]], [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνέλεγκτος]], [[ἀκατηγόρητος]], [[ἀνεπίληπτος]], [[ἀνεύθυνος]], [[ἀκακέμφατος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 11 January 2023
Spanish > Greek
ἀνυπαίτιος, ἀμετάπτωτος, ἄληπτος, ἄβακτος, ἄβυκτος, ἄμυμος, ἀνέλεγχος, διάμεμπτος, ἀπαράγραπτος, ἀμύμων, ἀμεμφής, ἀμεμφῶς, ἀμεμφέως, ἄψεκτος, ἀψεγής, ἄμεμπτος, ἄμωμος, ἀνέγκλητος, ἄψογος, ἀνονείδιστος, ἀνεπίφθονος, ἄμομφος, ἀνεπίπληκτος, ἀμώμητος, ἀδιάβολος, ἀκατάγνωστος, ἀνεπιτίμητος, ἀνεξέλεγκτος, ἀνέλεγκτος, ἀκατηγόρητος, ἀνεπίληπτος, ἀνεύθυνος, ἀκακέμφατος