inmutable: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἔμπεδος]], [[αὐθάδης]], [[ἀτάρακτος]], [[ἀμετάστατος]], [[ἀπαράλλακτος]], [[ἀμετάβλητος]], [[ἀμετακίνητος]], [[ἄτροπος]], [[ἄφθιτος]], [[ἀμετάβατος]], [[ἀμετάβαλος]], [[ἀμετάφορος]], [[ἀνάλλακτος]], [[ἀπερίτρεπτος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀνεξάλλακτος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμετάτροπος]], [[ἀμετάβολος]], [[ἀνέγκλιτος]], [[ἀνετεροίωτος]], [[ἀμετάθετος]], [[ἄρρευστος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀναλλοίωτος]], [[δυσμετάθετος]], [[ἀπαρέγκλιτος]], [[ἄκλιτος]], [[ἀμεταποίητος]] | |sltx=[[ἔμπεδος]], [[αὐθάδης]], [[ἀτάρακτος]], [[ἀμετάστατος]], [[ἀμεταστάτως]], [[ἀπαράλλακτος]], [[ἀμετάβλητος]], [[ἀμετακίνητος]], [[ἄτροπος]], [[ἄφθιτος]], [[ἀμετάβατος]], [[ἀμετάβαλος]], [[ἀμετάφορος]], [[ἀνάλλακτος]], [[ἀπερίτρεπτος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀνεξάλλακτος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμετάτροπος]], [[ἀμετάβολος]], [[ἀνέγκλιτος]], [[ἀνετεροίωτος]], [[ἀμετάθετος]], [[ἄρρευστος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀναλλοίωτος]], [[δυσμετάθετος]], [[ἀπαρέγκλιτος]], [[ἄκλιτος]], [[ἀμεταποίητος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 19 February 2024
Spanish > Greek
ἔμπεδος, αὐθάδης, ἀτάρακτος, ἀμετάστατος, ἀμεταστάτως, ἀπαράλλακτος, ἀμετάβλητος, ἀμετακίνητος, ἄτροπος, ἄφθιτος, ἀμετάβατος, ἀμετάβαλος, ἀμετάφορος, ἀνάλλακτος, ἀπερίτρεπτος, ἀμετάγνωστος, ἀνεξάλλακτος, ἄτρεπτος, ἀμετάτρεπτος, ἀμετάτροπος, ἀμετάβολος, ἀνέγκλιτος, ἀνετεροίωτος, ἀμετάθετος, ἄρρευστος, ἀκίνητος, ἀναλλοίωτος, δυσμετάθετος, ἀπαρέγκλιτος, ἄκλιτος, ἀμεταποίητος