συμμεθίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(11)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmethistimi
|Transliteration C=symmethistimi
|Beta Code=summeqi/sthmi
|Beta Code=summeqi/sthmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">change at the same time</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>940b5</span>; 3sg. <b class="b3">συμμεθιστᾷ</b> (from <b class="b3">-ιστάω</b>) <span class="bibl">Str.1.3.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., with aor. 2 and pf. Act., <b class="b2">change places simultaneously with</b> another, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>16</span>, etc.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[change at the same time]], Arist.''Pr.''940b5; 3sg. [[συμμεθιστᾷ]] (from -ιστάω) Str.1.3.13.<br><span class="bld">II</span> Pass., with aor. 2 and pf. Act., [[change places simultaneously with]] another, Plu.''Pyrrh.''16, etc.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[ἵστημι]]), mit umstellen od. umsetzen; Arist. probl. 26, 2; συμμεθιστᾷ καὶ τὴν σύῤῥουν, Strab. 1, 3, 13; – med. u. intrans. tempp. mit weg- u. an eine andere Stelle treten, Plut. discr. ad. et am. 7, τοῖς σώμασιν 31.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> συμμετέστην, <i>etc.</i><br />se déplacer <i>ou</i> changer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεθίστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μεθίστημι tegelijk (met...) van plaats doen veranderen, samen (met iem.) verplaatsen, met dat. met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεθίστημι:''' [[вместе перемещать]], [[увлекать за собой]] (τὴν τοῦ ἀέρος κίνησιν Arst.): συμμεθίστασθαί τινι Plut. перемещаться или изменяться вслед за или вместе с кем(чем)-л.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συμμεθίσταμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> [[αλλάζω]] [[θέση]] ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεθίστημι]] «[[μεταφέρω]], [[μεταβάλλω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμμεθίστημι:'''<b class="num">I.</b> [[συμμετέχω]] στη [[μεταβολή]] κάποιου πράγματος, [[συμμεταβάλλω]]· γʹ ενικ. <i>συμμεθιστᾷ</i> (από <i>-[[ιστάω]]</i>), σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[αλλάζω]] συγχρόνως [[θέση]] με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''συμμεθίστημι''': [[συμμεταβάλλω]], Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ [[αὐτοῦ]] θέσιν καὶ κινούμενον [[ὅπως]] καὶ [[ἐκεῖνος]], Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[help]] in changing, 3rd sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάὠ Strab.<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 et perf. act., to [[change]] places [[along]] with [[another]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεθίστημι Medium diacritics: συμμεθίστημι Low diacritics: συμμεθίστημι Capitals: ΣΥΜΜΕΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: symmethístēmi Transliteration B: symmethistēmi Transliteration C: symmethistimi Beta Code: summeqi/sthmi

English (LSJ)

A change at the same time, Arist.Pr.940b5; 3sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάω) Str.1.3.13.
II Pass., with aor. 2 and pf. Act., change places simultaneously with another, Plu.Pyrrh.16, etc.

German (Pape)

[Seite 981] (s. ἵστημι), mit umstellen od. umsetzen; Arist. probl. 26, 2; συμμεθιστᾷ καὶ τὴν σύῤῥουν, Strab. 1, 3, 13; – med. u. intrans. tempp. mit weg- u. an eine andere Stelle treten, Plut. discr. ad. et am. 7, τοῖς σώμασιν 31.

French (Bailly abrégé)

ao.2 συμμετέστην, etc.
se déplacer ou changer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μεθίστημι tegelijk (met...) van plaats doen veranderen, samen (met iem.) verplaatsen, met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συμμεθίστημι: вместе перемещать, увлекать за собой (τὴν τοῦ ἀέρος κίνησιν Arst.): συμμεθίστασθαί τινι Plut. перемещаться или изменяться вслед за или вместе с кем(чем)-л.

Greek Monolingual

Α
1. μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. (το παθ.) συμμεθίσταμαι
(αμτβ.) αλλάζω θέση ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεθίστημι «μεταφέρω, μεταβάλλω»].

Greek Monotonic

συμμεθίστημι:I. συμμετέχω στη μεταβολή κάποιου πράγματος, συμμεταβάλλω· γʹ ενικ. συμμεθιστᾷ (από -ιστάω), σε Στράβ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., αλλάζω συγχρόνως θέση με κάποιον, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεθίστημι: συμμεταβάλλω, Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ αὐτοῦ θέσιν καὶ κινούμενον ὅπως καὶ ἐκεῖνος, Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.

Middle Liddell

I. to help in changing, 3rd sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάὠ Strab.
II. Pass., with aor2 et perf. act., to change places along with another, Plut.