συμπερασματικός: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(11) |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symperasmatikos | |Transliteration C=symperasmatikos | ||
|Beta Code=sumperasmatiko/s | |Beta Code=sumperasmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=συμπερασματική, συμπερασματικόν, [[indicating the conclusion]], of the particle [[ἄρα]], Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''511; of [[ὥστε]], Simp. ''in Ph.''335.31; <b class="b3">σ. ὅρος</b> definition [[embodying conclusion]] of syllogism, Asp. ''in EN''49.3. Adv. [[συμπερασματικῶς]] Arist.''Rh.''1401a3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] ή, όν, vollendend, beendigend, bes. in der Logik, zur Schlußfolge gehörig, ihr dienend, schließend, folgernd, adv., Arist. rhet. 2, 24. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμπερασματικός -ή -όν [συμπέρασμα] alleen adv. συμπερασματικῶς alsof je een logische conclusie trekt (die door een syllogisme bereikt is). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπερασματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπέρασμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[συμπέρασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνεται με τη [[μορφή]] συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν [[συμπέρασμα]] και οι οποίοι [[είναι]]: <i>ως</i> και <i>ώστε</i><br />β) «συμπερασματικές προτάσεις»<br /><b>γραμμ.</b> δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το [[αποτέλεσμα]] της ενέργειας που περιέχεται στο [[ρήμα]] της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει το [[συμπέρασμα]] συλλογισμού («[[ὅρος]] [[συμπερασματικός]]», Ασπάσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπερασματικώς</i> / <i>συμπερασματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμπερασματικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συμπερασματικό. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπερασματικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[επίτευξη]] ή την [[αποπεράτωση]], [[τελειωτικός]], [[συγκεφαλαιωτικός]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμπερασματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμπέρασμα]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συμπερασματικός]], ή, όν<br />[[conclusive]]: adv. -κῶς, Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:46, 15 November 2024
English (LSJ)
συμπερασματική, συμπερασματικόν, indicating the conclusion, of the particle ἄρα, Sch.E.Hec.511; of ὥστε, Simp. in Ph.335.31; σ. ὅρος definition embodying conclusion of syllogism, Asp. in EN49.3. Adv. συμπερασματικῶς Arist.Rh.1401a3.
German (Pape)
[Seite 986] ή, όν, vollendend, beendigend, bes. in der Logik, zur Schlußfolge gehörig, ihr dienend, schließend, folgernd, adv., Arist. rhet. 2, 24.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπερασματικός -ή -όν [συμπέρασμα] alleen adv. συμπερασματικῶς alsof je een logische conclusie trekt (die door een syllogisme bereikt is).
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμπερασματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπέρασμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα
νεοελλ.
1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)
2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν συμπέρασμα και οι οποίοι είναι: ως και ώστε
β) «συμπερασματικές προτάσεις»
γραμμ. δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας που περιέχεται στο ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας
αρχ.
αυτός που περιέχει το συμπέρασμα συλλογισμού («ὅρος συμπερασματικός», Ασπάσ.).
επίρρ...
συμπερασματικώς / συμπερασματικῶς ΝΜΑ, και συμπερασματικά Ν
κατά τρόπο συμπερασματικό.
Greek Monotonic
συμπερασματικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην επίτευξη ή την αποπεράτωση, τελειωτικός, συγκεφαλαιωτικός· επίρρ. -κῶς, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπερασματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπέρασμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.
Middle Liddell
συμπερασματικός, ή, όν
conclusive: adv. -κῶς, Arist.