ἀνεπιτήδευτος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπιτήδευτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] [[επιτήδευση]], [[απροσποίητος]], [[απλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπιτήδευτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] [[επιτήδευση]], [[απροσποίητος]], [[απλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπιτήδευτος:''' -ον ([[ἐπιτηδεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> φτιαγμένος [[χωρίς]] [[φροντίδα]] ή [[σχέδιο]], [[απλός]], [[άτεχνος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αδοκίμαστος]], [[άπειρος]], μη εξασκημένος, σε Θουκ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιτήδευτος Medium diacritics: ἀνεπιτήδευτος Low diacritics: ανεπιτήδευτος Capitals: ΑΝΕΠΙΤΗΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anepitḗdeutos Transliteration B: anepitēdeutos Transliteration C: anepitideftos Beta Code: a)nepith/deutos

English (LSJ)

ον,

   A made without care or design, artless, D.H. Comp.22, cf. 25, Onos.10.3, Luc.Hist.Conscr.44. Adv. -τως Phld. Rh.1.156 S., D.H.Lys.8, Luc.Pisc.12.    II unpractised, untried, οὐδέν ἀμίμητον οὐδ' ἀ. Plu.Alc.23. Adv. -τως, γλώττης οὐκ ἀ. εἶχεν Philostr.VA7.27.

German (Pape)

[Seite 225] ungekünstelt, ungesucht, Luc. Hist. scrib. 44; καὶ ἀφελές D. Hal. C. V. 22; – nicht durch Kunst zu erreichen, Plut. Alc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιτήδευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπιτηδεύσεως, ἁπλοῦς, ἀπροσποίητος, ἀφελής, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. 22, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 44: - Ἐπίρρ. -τως Διον. Ἁλ. σ. 468. ΙΙ. ὁ μὴ ἠσκημένος, ὁ μὴ δεδοκιμασμένος, οὐδὲν ἀμίμητον οὐδ’ ἀν. Πλουτ. Ἀλκ. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fait sans soin ou sans art;
2 à quoi l’on ne peut s’appliquer, qu’on ne peut entreprendre.
Étymologie: ἀ, ἐπιτηδεύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no practicado οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ' ἀνεπιτήδευτον Plu.Alc.23.
2 carente de práctica εἰς τέχνην Hsch.
3 subst. τὸ ἀ. descuido, falta de artificio o afectación en lit., D.H.Comp.97.11, 130.1, Luc.Hist.Cons.44, Syrian.in Hermog.1 p.12.5, en la conducta, M.Ant.7.60.
II adv. -ως
1 sin práctica γλώττης τε οὐκ ἀ. εἶχεν Philostr.VA 7.27.
2 sin arte o artificio ἀσ[ά] φεια γίνεται ... ἀ. Phld.Rh.1.156, ἀ. καὶ οὐ κατὰ τέχνην D.H.Lys.8, λέγεται D.H.Is.7, ἀ. περιστέλλουσα Luc.Pisc.12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπιτήδευτος, -ον)
ο χωρίς επιτήδευση, απροσποίητος, απλός
αρχ.
μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀνεπιτήδευτος: -ον (ἐπιτηδεύω),
I. φτιαγμένος χωρίς φροντίδα ή σχέδιο, απλός, άτεχνος, σε Λουκ.
II. αδοκίμαστος, άπειρος, μη εξασκημένος, σε Θουκ., Πλούτ.