ἀντισχυρίζομαι: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντισχυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀντισχυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντισχῡρίζομαι:''' твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать (πρός τινα Plut.): ἀντισχυριζόμενος [[τἀναντία]] [[γιγνώσκω]] Thuc. я решительно убежден в обратном. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A to be stiff in maintaining a contrary opinion, Th.3.44; πρός τι Plu.2.535e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισχῡρίζομαι: μέσ., διισχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 44· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, πρός τι Πλούτ. 2. 535Ε.
French (Bailly abrégé)
persister à soutenir une opinion contraire.
Étymologie: ἀντί, ἰσχυρίζομαι.
Spanish (DGE)
mantenerse firme en la opinión contraria περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος Th.3.44, πρὸς ἀμφότερα Plu.2.535e.
Greek Monolingual
ἀντισχυρίζομαι (Α)
1. ισχυρίζομαι το αντίθετο
2. αντιτίθεμαι σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντισχῡρίζομαι: твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать (πρός τινα Plut.): ἀντισχυριζόμενος τἀναντία γιγνώσκω Thuc. я решительно убежден в обратном.