ἀρτιδαής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιδαής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[μόλις]] διδάχθηκε ή έμαθε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαη</i>-, <i>εδάην</i> (αόρ. β' του <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]»)].
|mltxt=[[ἀρτιδαής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[μόλις]] διδάχθηκε ή έμαθε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαη</i>-, <i>εδάην</i> (αόρ. β' του <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιδᾰής:''' -ές (δάημι), αυτός που διδάχτηκε [[πριν]] από λίγο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιδᾰής Medium diacritics: ἀρτιδαής Low diacritics: αρτιδαής Capitals: ΑΡΤΙΔΑΗΣ
Transliteration A: artidaḗs Transliteration B: artidaēs Transliteration C: artidais Beta Code: a)rtidah/s

English (LSJ)

ές,

   A just taught, AP6.227 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 362] ές, eben unterrichtet, εὐμαθίη Crinag. 4 (VI, 227).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιδᾰής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου διδαχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 227.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement appris.
Étymologie: ἄρτι, διδάσκω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐδᾰής) -ές
recién enseñado de abstr. εὐμαθίη AP 6.227.6 (Crin.)
de pers. c. gen. que empieza a conocer βίοτοιο GVI 1338.5 (Tracia III a.C.).

Greek Monolingual

ἀρτιδαής, -ές (Α)
αυτός που μόλις διδάχθηκε ή έμαθε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δαής < (θ.) δαη-, εδάην (αόρ. β' του δάω «μαθαίνω»)].

Greek Monotonic

ἀρτιδᾰής: -ές (δάημι), αυτός που διδάχτηκε πριν από λίγο, σε Ανθ.