άχυρο: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(7)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άχερο, το (AM [[ἄχυρον]])<br />(κυρ. στον πληθ.) <i>τα άχυρα</i><br />τα κομμάτια της καλάμης που μένουν [[μετά]] το [[αλώνισμα]] των σιτηρών και τον αποχωρισμό του καρπού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> ανούσιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> κίτρινο ή ξανθό [[χρώμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γυρεύω]] ψύλλους στ' άχυρα» — [[λεπτολογώ]] [[μάταια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἄχυρα ἀπὸ τοῡ τοίχου ἀποσπῶ» — για ετοιμοθάνατους<br /><b>2.</b> «ἄχυρα τῶν ἀστῶν» — οι μέτοικοι<br /><b>3.</b> «[[ὄνος]] εἰς ἄχυρα» — αυτός που απολαμβάνει [[κάτι]] αν και δεν το αξίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η μορφολογική και σημασιολογική [[συγγένεια]] του τ. <i>άχυρον</i> με τη λ. [[άχνη]] οδηγούν σε [[θέμα]] -<i>r</i> / <i>n</i>, ενώ πιθανή θεωρείται η [[σύνδεση]] του <i>άχυρον</i> και με το [[άχωρ]]. Το νεοελλ. <i>άχερο</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[άχυρο]](<i>ν</i>) με [[τροπή]] του άτονου [[ι]] σε [[e]] [[πριν]] από [[υγρό]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγκυλώνω]]-<i>αγκελώνω</i>, [[μάγειρας]]-[[μάγερας]], [[μυρσίνη]]-[[μερσίνη]], [[μυρμήγκι]]-[[μερμήγκι]] <b>κ.ά.</b>). Στην [[αρχαιότητα]] ο όρος απαντά [[κυρίως]] στον πληθ. <i>άχυρα</i> και δηλώνει «τον σανό, το [[πίτουρο]], τον φλοιό των σιτηρών, [[προϊόν]] [[μετά]] το [[αλώνισμα]] ή το [[άλεσμα]]». Βλ. και λ. <i>ακ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αχύρινος]], [[αχυρώδης]], [[αχυρώνας]] (-<i>ών</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αχυρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αχυρμιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αχυρένιος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αχυροφάγος]] <b>αρχ.</b> [[αχυροδόκη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αχυροθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αχυραποθήκη]] και [[αχεραποθήκη]], [[αχερόσπιτο]], [[αχυροκόπι]] και <i>αχεροκόπι</i>, [[αχυροτόμος]], [[αχυρόχαρτο]], [[αχυρόχρους]]].
|mltxt=και άχερο, το (AM [[ἄχυρον]])<br />(κυρ. στον πληθ.) <i>τα άχυρα</i><br />τα κομμάτια της καλάμης που μένουν [[μετά]] το [[αλώνισμα]] των σιτηρών και τον αποχωρισμό του καρπού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> ανούσιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> κίτρινο ή ξανθό [[χρώμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γυρεύω]] ψύλλους στ' άχυρα» — [[λεπτολογώ]] [[μάταια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἄχυρα ἀπὸ τοῡ τοίχου ἀποσπῶ» — για ετοιμοθάνατους<br /><b>2.</b> «ἄχυρα τῶν ἀστῶν» — οι μέτοικοι<br /><b>3.</b> «[[ὄνος]] εἰς ἄχυρα» — αυτός που απολαμβάνει [[κάτι]] αν και δεν το αξίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η μορφολογική και σημασιολογική [[συγγένεια]] του τ. <i>άχυρον</i> με τη λ. [[άχνη]] οδηγούν σε [[θέμα]] -<i>r</i> / <i>n</i>, ενώ πιθανή θεωρείται η [[σύνδεση]] του <i>άχυρον</i> και με το [[άχωρ]]. Το νεοελλ. <i>άχερο</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[άχυρο]](<i>ν</i>) με [[τροπή]] του άτονου [[ι]] σε [[e]] [[πριν]] από [[υγρό]] (<b>πρβλ.</b> [[αγκυλώνω]]-<i>αγκελώνω</i>, [[μάγειρας]]-[[μάγερας]], [[μυρσίνη]]-[[μερσίνη]], [[μυρμήγκι]]-[[μερμήγκι]] <b>κ.ά.</b>). Στην [[αρχαιότητα]] ο όρος απαντά [[κυρίως]] στον πληθ. <i>άχυρα</i> και δηλώνει «τον σανό, το [[πίτουρο]], τον φλοιό των σιτηρών, [[προϊόν]] [[μετά]] το [[αλώνισμα]] ή το [[άλεσμα]]». Βλ. και λ. <i>ακ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αχύρινος]], [[αχυρώδης]], [[αχυρώνας]] (-<i>ών</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αχυρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αχυρμιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αχυρένιος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αχυροφάγος]] <b>αρχ.</b> [[αχυροδόκη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αχυροθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αχυραποθήκη]] και [[αχεραποθήκη]], [[αχερόσπιτο]], [[αχυροκόπι]] και <i>αχεροκόπι</i>, [[αχυροτόμος]], [[αχυρόχαρτο]], [[αχυρόχρους]]].
}}
}}

Revision as of 20:50, 22 December 2018

Greek Monolingual

και άχερο, το (AM ἄχυρον)
(κυρ. στον πληθ.) τα άχυρα
τα κομμάτια της καλάμης που μένουν μετά το αλώνισμα των σιτηρών και τον αποχωρισμό του καρπού
νεοελλ.
μτφ.
1. ανούσιο πράγμα
2. κίτρινο ή ξανθό χρώμα
3. φρ. «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» — λεπτολογώ μάταια
αρχ.
φρ.
1. «ἄχυρα ἀπὸ τοῡ τοίχου ἀποσπῶ» — για ετοιμοθάνατους
2. «ἄχυρα τῶν ἀστῶν» — οι μέτοικοι
3. «ὄνος εἰς ἄχυρα» — αυτός που απολαμβάνει κάτι αν και δεν το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μορφολογική και σημασιολογική συγγένεια του τ. άχυρον με τη λ. άχνη οδηγούν σε θέμα -r / n, ενώ πιθανή θεωρείται η σύνδεση του άχυρον και με το άχωρ. Το νεοελλ. άχερο είναι μεταπλασμένος τ. του άχυρο(ν) με τροπή του άτονου ι σε e πριν από υγρό (πρβλ. αγκυλώνω-αγκελώνω, μάγειρας-μάγερας, μυρσίνη-μερσίνη, μυρμήγκι-μερμήγκι κ.ά.). Στην αρχαιότητα ο όρος απαντά κυρίως στον πληθ. άχυρα και δηλώνει «τον σανό, το πίτουρο, τον φλοιό των σιτηρών, προϊόν μετά το αλώνισμα ή το άλεσμα». Βλ. και λ. ακ-.
ΠΑΡ. αχύρινος, αχυρώδης, αχυρώνας (-ών)
αρχ.
αχυρός
αρχ.-μσν.
αχυρμιά
νεοελλ.
αχυρένιος.
ΣΥΝΘ. αχυροφάγος αρχ. αχυροδόκη
μσν.
αχυροθήκη
νεοελλ.
αχυραποθήκη και αχεραποθήκη, αχερόσπιτο, αχυροκόπι και αχεροκόπι, αχυροτόμος, αχυρόχαρτο, αχυρόχρους].