ἀμφίθυρος: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίθυρος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θύρα]] ή είσοδο και στις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) <i>τὸ ἀμφίθυρον</i><br />α) [[προθάλαμος]], [[πρόδομος]]<br />β) <b>(Εκκλ.)</b> το [[παραπέτασμα]] που βρίσκεται [[μπροστά]] από τη [[θύρα]] του ναού και ειδικά [[μπροστά]] από το Άγιο Βήμα (αλλ. [[βήλον]] ή βημόθυρον).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θύρα]]. | |mltxt=[[ἀμφίθυρος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θύρα]] ή είσοδο και στις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) <i>τὸ ἀμφίθυρον</i><br />α) [[προθάλαμος]], [[πρόδομος]]<br />β) <b>(Εκκλ.)</b> το [[παραπέτασμα]] που βρίσκεται [[μπροστά]] από τη [[θύρα]] του ναού και ειδικά [[μπροστά]] από το Άγιο Βήμα (αλλ. [[βήλον]] ή βημόθυρον).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θύρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[διπλή]] είσοδο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἀμφίθυρον</i>, <i>τό</i>, [[διάδρομος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with a door on both sides, with double entrance, οἶκος S.Ph.159; οἰκία Lys.12.15; Boeot. ἀμφιθίουρος, ὁ, as Subst., IG7.2876 (Coronea). II Subst. ἀμφίθυρον, τό, hall, Theoc.14.42.
German (Pape)
[Seite 139] von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, οἶκος Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίθῠρος: -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «οἰκία ἔχουσα ἀμφοτέρωθεν θύρας», Ἡσύχ.· οἶκος Σοφ. Φ. 159· οἰκία Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, πρόδομος, Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. παραπέτασμα πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ παραπέτασμα κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une porte ou une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, θύρα.
Spanish (DGE)
(ἀμφίθῠρος) -ον
• Alolema(s): beoc. ἀμφίθιουρος IG 7.2876 (Coronea); tarent. ἀμπίθυρον Hsch.
I de dos puertas οἶκος S.Ph.159, Plu.Num.26, οἰκία Lys.12.15, Plu.2.835f, νεώς Luc.Am.13, σταθμοί Nonn.D.3.135.
II subst.
1 ὁ ἀ. puerta trasera op. τὸ πρόθιουρον IG l.c., Poll.1.76.
2 τὸ ἀ. vestíbulo o entrada Theoc.14.42.
3 τὸ ἀ. cortina, cortinón en la entrada de una casa, Chrys.M.58.750, del velo del Templo de Jerusalén, Chrys.M.61.539.
Greek Monolingual
ἀμφίθυρος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές
2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον
α) προθάλαμος, πρόδομος
β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα του ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα (αλλ. βήλον ή βημόθυρον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θύρα.
Greek Monotonic
ἀμφίθῠρος: -ον (θύρα),
I. αυτός που έχει διπλή είσοδο, σε Σοφ.
II. ως ουσ., ἀμφίθυρον, τό, διάδρομος, σε Θεόκρ.