γονυπετής: Difference between revisions
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[γονυπετής]], -ές)<br />ο [[γονατιστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσπετής]], [[χαμαιπετής]])]. | |mltxt=-ές (AM [[γονυπετής]], -ές)<br />ο [[γονατιστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσπετής]], [[χαμαιπετής]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γονῠπετής:''' -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα [[γόνατα]]· <i>ἕδραι γονυπετεῖς</i>, η [[στάση]] ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (πεσεῖν)
A falling on the knee, Tim.Pers.189; ἕδραι γ. a kneeling posture, E.Ph.293.
German (Pape)
[Seite 502] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.
Greek (Liddell-Scott)
γονῠπετής: -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ στάσις τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57.
Spanish (DGE)
(γονῠπετής) -ές
1 postrado de hinojos σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς posturas arrodilladas E.Ph.293, ἱκέτης Synes.Ep.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο αὐτοῦ App.Ill.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto Lyd.Mag.2.9.
2 adv. -ῶς de hinojos προτρέποντος Lyd.Mag.2.17.
Greek Monolingual
-ές (AM γονυπετής, -ές)
ο γονατιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -πετής < πίπτω (πρβλ. δυσπετής, χαμαιπετής)].
Greek Monotonic
γονῠπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα γόνατα· ἕδραι γονυπετεῖς, η στάση ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ.