διαβατός: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM [[διαβατός]], -ή, -όν<br />Α και αιολ. τ. [[ζάβατος]]) [[διαβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διαβεί<br /><b>2.</b> ο ευκολοδιάβατος, [[ευκολοπέραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διαβατό</i><br /><b>1.</b> το [[πεζοδρόμιο]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]], [[ευρύχωρος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να προσεγγίσει, ο [[προσιτός]].
|mltxt=-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM [[διαβατός]], -ή, -όν<br />Α και αιολ. τ. [[ζάβατος]]) [[διαβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διαβεί<br /><b>2.</b> ο ευκολοδιάβατος, [[ευκολοπέραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διαβατό</i><br /><b>1.</b> το [[πεζοδρόμιο]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]], [[ευρύχωρος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να προσεγγίσει, ο [[προσιτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη [[διάβαση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου</i>, την οποία μπορεί [[κάποιος]] να προσεγγίσει από την [[ξηρά]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰτός Medium diacritics: διαβατός Low diacritics: διαβατός Capitals: ΔΙΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: diabatós Transliteration B: diabatos Transliteration C: diavatos Beta Code: diabato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be crossed or passed, fordable, Hdt.1.75, Th. 2.5, etc.; νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου easily got at from the main land, Hdt. 4.195:—Aeol. ζάβατος, Sapph.158.    II διάβατον, τό, passage for water, PIand.52.14 (i A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβᾰτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ διαβαίνω, ὅν δύναταί τις νὰ διέλθῃ ἢ διαβῆ, εὔκολον παρέχων τὴν διάβασιν, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ., κτλ. ˙ νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, εἰς ἣν εὐκόλως δύναταί τις νὰ διαβῇ ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἡρόδ. 4. 195˙-Αἰολ. ζάβατος, Σαπφὼ 150.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut passer ou traverser (fleuve, etc.);
2 qu’on peut facilement atteindre en traversant.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.

Spanish (DGE)

-όν
1 que se puede atravesar, vadeablede un río, Hdt.1.75, Th.2.5, Pl.Lg.892e, X.An.1.4.18, 2.5.9, I.BI 4.437, AI 5.16, Luc.VH 1.8, Aristid.Or.48.61, D.C.37.2.7, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.35.11, Procop.Pers.2.21.22, Poll.2.200, de otras corrientes de agua, Hdt.1.191, Dam.Isid.131, del mar, Arr.An.7.7.3.
2 que se puede alcanzar, al que se puede cruzar a pie νῆσον ... διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου Hdt.4.195, νῆσος γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς Paus.5.24.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM διαβατός, -ή, -όν
Α και αιολ. τ. ζάβατος) διαβαίνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί
2. ο ευκολοδιάβατος, ευκολοπέραστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διαβατό
1. το πεζοδρόμιο
2. μεγάλος, ευρύχωρος δρόμος
αρχ.
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να προσεγγίσει, ο προσιτός.

Greek Monotonic

διαβᾰτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που μπορεί κάποιος να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη διάβαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, την οποία μπορεί κάποιος να προσεγγίσει από την ξηρά, στον ίδ.