ὠμοβόειος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(47c) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εία, -ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, -έη, -ον, και ὠμοβόϊνος, -ΐνη, -ον, και [[ὠμοβόϊος]], -ΐα, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὠμοβοέη</i><br />(ενν. [[δορά]]) ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠμοβόειον</i><br />ωμό βοδινό [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> [[βόειος]]/ <i>βόϊ</i>(<i>ν</i>)<i>ος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]], <i>βοός</i>)]. | |mltxt=-εία, -ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, -έη, -ον, και ὠμοβόϊνος, -ΐνη, -ον, και [[ὠμοβόϊος]], -ΐα, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὠμοβοέη</i><br />(ενν. [[δορά]]) ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠμοβόειον</i><br />ωμό βοδινό [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> [[βόειος]]/ <i>βόϊ</i>(<i>ν</i>)<i>ος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]], <i>βοός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠμοβόειος:''' Ιων. -[[βόεος]] ή [[ὠμοβόϊνος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ [[ὠμοβοέη]] (ενν. [[δορά]]), ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, Ion. ὠμο-βόεος, or ὠμο-βόϊνος,
A of raw, untanned ox-hide, ἀσπίδας ὠμοβοΐνας Hdt.7.76,79; γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (v.l. -βόϊνα) X.An.4.7.22; δερμάτων ὠμοβοείων (v.l. βοΐνων) ib.26; σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις ib.7.3.32 codd.:—ἡ ὠμοβοέη (sc. δορά), a raw ox-hide (cf. λεοντέη, etc.), Hdt.3.9, 4.65: in later writers usu. in form ὠμο-βόϊνος, Str.15.1.42, D.S.3.8, etc.: acc. pl. ὠμοβοεῖς in AP6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. ὠμοβοεύς. II ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον... καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα . . having set before me a slice of raw beef, and mixed me three cups yet more raw than beef, AP11.137 (Lucill.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοβόειος: -α, -ον, Ἰων. -βόεος, ἢ ὠμοβόϊνος, ἐξ ὠμοῦ δηλ. ἀκατεργάστου δέρματος βοοὸς πεποιημένος, ῥαψάμενος τῶν ὠμοβοέων Ἡρόδ. 3. 9· ἀσπίδας ὠμοβοΐνας, (ἓν Ἀντίγρ. ἔχει -βοείας) ὁ αὐτ. 7. 76, 79· γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (διαφ. γραφ. -βόϊνα) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22· δερμάτων ὠμοβοΐνων (διάφ. γραφ. -βοείων) αὐτόθι 26 σάλπιγξιν ὠμοβοΐνας αὐτόθι 7. 3, 16· ― ἡ ὠμοβοέη (ἐξυπακ. δορὰ), ἀκατέργαστον δέρμα βοὸς (πρβλ. λεοντέη, κλπ.), Ἡρόδ. 3. 9, 4. 65. (Παρὰ τοὶς μεταγενεστέροις ἐπεκράτησεν ὁ τύπος -βόϊνος, οἷον παρὰ Στράβ. 704, Διοδ. 3. 8, κλπ.· ἡ αἰτ. πληθ. ὠμοβοεῖς ἐν Ἀνθ. Παλατ. 6. 21, ἐσχηματίσθη κατὰ πλημμελῆ ὥσπερ ἐξ ὀνομ. ὠμοβοεύς.) ΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 137, ὑπάρχει ἀστεία χρῆσις, ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεις ἐπιγράμμασιν, ἀφ’ οὗ μοὶ παρέθηκας τεμάχιον ὠμοῦ βοείου κρέατος καὶ μοὶ ἐκεράσας τρία ποτήρια ὠμότερα τοῦ κρέατος, εὐθὺς κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de cuir de bœuf non tanné.
Étymologie: ὠμός, βοῦς.
Greek Monolingual
-εία, -ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, -έη, -ον, και ὠμοβόϊνος, -ΐνη, -ον, και ὠμοβόϊος, -ΐα, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη
(ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠμοβόειον
ωμό βοδινό κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βόειος/ βόϊ(ν)ος (< βοῦς, βοός)].
Greek Monotonic
ὠμοβόειος: Ιων. -βόεος ή ὠμοβόϊνος, -α, -ον, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο δέρμα βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ ὠμοβοέη (ενν. δορά), ακατέργαστο δέρμα βοδιού, σε Ηρόδ.