επιπνέω: Difference between revisions
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
(13) |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπνέω]] (AM) [[πνέω]]<br /><b>1.</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[αναπνέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] με [[ορμή]] (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», <b>Σοφ.</b><br />β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ [[λαοδάμας]] [[Ἄρης]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με σύστοιχη αιτ.) [[ξεφυσώ]] από τη [[μύτη]] ή το [[στόμα]] («λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς [[σέλας]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[φυσώ]] [[μετά]], [[κατόπιν]]<br /><b>4.</b> [[πνέω]] αντίθετα («ἐπιπνεῑ αὐτῷ [τῷ βορέᾳ] [[νότος]]», Θεόφρ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[παροτρύνω]] σε [[κάτι]] ή [[εναντίον]] κάποιου («Ἀργείοις ἐπιπνεύσας... Σπαρτῶν γένναν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]], [[χαρίζω]] [[κάτι]] («Μουσῶν προφῆται... ἐπιπεπνευκότες ἂν | |mltxt=[[ἐπιπνέω]] (AM) [[πνέω]]<br /><b>1.</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[αναπνέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] με [[ορμή]] (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», <b>Σοφ.</b><br />β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ [[λαοδάμας]] [[Ἄρης]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με σύστοιχη αιτ.) [[ξεφυσώ]] από τη [[μύτη]] ή το [[στόμα]] («λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς [[σέλας]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[φυσώ]] [[μετά]], [[κατόπιν]]<br /><b>4.</b> [[πνέω]] αντίθετα («ἐπιπνεῑ αὐτῷ [τῷ βορέᾳ] [[νότος]]», Θεόφρ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[παροτρύνω]] σε [[κάτι]] ή [[εναντίον]] κάποιου («Ἀργείοις ἐπιπνεύσας... Σπαρτῶν γένναν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]], [[χαρίζω]] [[κάτι]] («Μουσῶν προφῆται... ἐπιπεπνευκότες ἂν ἡμῖν τὸ [[γέρας]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] ευνοῑκός, [[βοηθώ]] («[[πολλάκις]] μὲν αὐτοῑς λαμπρᾱς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιπνέω]] τινί» — [[μπαίνω]] σαν [[πνεύμα]] [[μέσα]] σε κάποιον και τον [[εμπνέω]] («ὅσοις μὲν οὖν ἐν τῷ ζῆν [[δαίμων]] ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐπιπνέω (AM) πνέω
1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.)
μσν.
αναπνέω
αρχ.
1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ.
β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (με σύστοιχη αιτ.) ξεφυσώ από τη μύτη ή το στόμα («λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς σέλας», Απολλ. Ρόδ.)
3. φυσώ μετά, κατόπιν
4. πνέω αντίθετα («ἐπιπνεῑ αὐτῷ [τῷ βορέᾳ] νότος», Θεόφρ.)
5. μτφ. παροτρύνω σε κάτι ή εναντίον κάποιου («Ἀργείοις ἐπιπνεύσας... Σπαρτῶν γένναν», Ευρ.)
6. μτφ. δίνω, χαρίζω κάτι («Μουσῶν προφῆται... ἐπιπεπνευκότες ἂν ἡμῖν τὸ γέρας», Πλάτ.)
7. μτφ. είμαι ευνοῑκός, βοηθώ («πολλάκις μὲν αὐτοῑς λαμπρᾱς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης», Πολ.)
8. φρ. «ἐπιπνέω τινί» — μπαίνω σαν πνεύμα μέσα σε κάποιον και τον εμπνέω («ὅσοις μὲν οὖν ἐν τῷ ζῆν δαίμων ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν», Πλάτ.).