Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐχθοδοπός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχθοδοπός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εχθρικός]], [[μισητός]], [[αξιομίσητος]] («[[πόλεμος]] [[ἐχθοδοπός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ποιῶν ἔχθραν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιο παράγωγο του [[έχθος]] με [[επίθημα]] -<i>δοπός</i>, άγνωστης προελεύσεως. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>εχθο</i>-<i>δαπός</i> με εξακολουθητική [[αφομοίωση]] (<i>α</i> &GT; <i>ο</i>)].
|mltxt=[[ἐχθοδοπός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εχθρικός]], [[μισητός]], [[αξιομίσητος]] («[[πόλεμος]] [[ἐχθοδοπός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ποιῶν ἔχθραν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιο παράγωγο του [[έχθος]] με [[επίθημα]] -<i>δοπός</i>, άγνωστης προελεύσεως. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>εχθο</i>-<i>δαπός</i> με εξακολουθητική [[αφομοίωση]] (<i>α</i> &GT; <i>ο</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐχθοδοπός:''' -όν, εκτεταμ. [[τύπος]] του [[ἐχθρός]], [[μισητός]], [[αξιομίσητος]], [[απεχθής]], σε Σοφ., Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθοδοπός Medium diacritics: ἐχθοδοπός Low diacritics: εχθοδοπός Capitals: ΕΧΘΟΔΟΠΟΣ
Transliteration A: echthodopós Transliteration B: echthodopos Transliteration C: echthodopos Beta Code: e)xqodopo/s

English (LSJ)

όν,

   A hateful, φώς S.Ph.1137 (lyr.); πόλεμος Ar.Ach.226 (lyr.); τοῖα . . ἀνεστέναζες . . ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις S.Aj.931 (lyr.); τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ . . ἑτέροις προσφιλοῦς Pl.Lg.810d; of a drug, Pl.Com. 196; ἐ. ὄμματα A.R.4.1669. (Perh. by assimilation fr. ἐχθοδαπός 'foreign', 'hostile' (q.v.).)

German (Pape)

[Seite 1125] όν (von ἔχθος, man vgl. das Suffixum -δαπος in ἀλλοδαπός, Buttm. leitet es ab von ὄπτομαι, feindselig blickend, Lexilog. I p. 124 ff., Andere von ὄψ od. gar von ἔδαφος), feindselig, VLL. ἐχθροποιός; Soph. στυγνόν τε φῶτ' ἐχθοδοπόν, Phil. 1122; τοῖά μ οι ἀνεστέναζες ὠμόφρων ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις Ai. 913; πόλεμος Ar. Ach. 226; sp. D; ὄμματα, feindselig blickend, Ap. Rh. 4, 1669; χρίσμα Opp. Hal. 4, 663; ὕδωρ ibd. 690. – In Prosa Plat., τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς Legg. VII, 810 d, verhaßt, oder nach Schol., der ἐχθροποιός erkl., verfeindend.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθοδοπός: -όν, μισητός, ἀξιομίσητος, φὼς Σοφ. Φιλ. 1136· πόλεμος Ἀριστοφ. Ἀχ. 226· τοῖα… ἀνεστέναζες… ἐχθοδόπ’ Ἀτρείδαις Σοφ. Αἴ. 932· τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ… ἑτέροις προσφιλοῦς Πλάτ. Νόμ. 810D· ἐπὶ φαρμάκου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἐχθ. ὄμμασιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1670. (Ὁ τονισμὸς δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι ἁπλῶς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἐχθρός, ἔχθος, ὡς τὸ ἀλλοδαπὸς τοῦ ἄλλος, κτλ., ἴδε ἐν λ. ποδαπός).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 hostile à, τινι;
2 odieux à, τινι.
Étymologie: ἔχθος, -δοπος, cf. ἀλλο-δαπός.

Greek Monolingual

ἐχθοδοπός, -όν (Α)
1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητοςπόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο του έχθος με επίθημα -δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη < εχθο-δαπός με εξακολουθητική αφομοίωση (α > ο)].

Greek Monotonic

ἐχθοδοπός: -όν, εκτεταμ. τύπος του ἐχθρός, μισητός, αξιομίσητος, απεχθής, σε Σοφ., Αριστοφ., Πλάτ.